Πρώτο Θέμα, 12/01/20
Ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου μέσα στον Ιανουάριο και πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πολιτική αυτή επιλογή αποτελεί ένα αίνιγμα. Γιατί να επισπευσθεί η ψήφιση του εκλογικού νόμου, αφού η προεδρική εκλογή δεν απαιτεί τις αυξημένες πλειοψηφίες που ίσχυαν μέχρι την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση, ούτε μπορεί πλέον να οδηγήσει σε διάλυση της Βουλής και διεξαγωγή πρόωρων εκλογών; Με ποιο τρόπο αλληλεπιδρούν τα δύο αυτά μείζονα θεσμικά γεγονότα και γιατί αποφασίστηκε να προηγηθεί η ψήφιση του εκλογικού νόμου;
Εκ πρώτης όψεως μια εύλογη απάντηση είναι ότι η διασύνδεση της τροποποίησης του εκλογικού νόμου με την προεδρική εκλογή αποσκοπεί στη διαπραγμάτευση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων ώστε, μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, να επιτευχθεί ευρεία συναίνεση στις κρίσιμες ψηφοφορίες. Πράγματι, σύμφωνα με το Σύνταγμα απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 200 τουλάχιστον ψήφων προκειμένου να ισχύσει ο νέος εκλογικός νόμος από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, ενώ αν υπερψηφιστεί με μικρότερη πλειοψηφία θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, άρα πιθανόν θα χρειαστούν διπλές εκλογές για να σχηματίσει το πρώτο κόμμα αυτοδύναμη Κυβέρνηση.
Παρότι μη αναγκαία, η αυξημένη πλειοψηφία είναι επιθυμητή και για την προεδρική εκλογή, αφού η ευρεία συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου συνεπάγεται υψηλότερο κύρος, ως προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη άσκηση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του. Υπό αυτό το πρίσμα, μια συνολική πολιτική συμφωνία στα δύο αυτά ζητήματα θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυσή τους με ευρείες πλειοψηφίες. Στην πραγματικότητα όμως τα προηγούμενα δεν ισχύουν αν ληφθούν υπόψη οι σημερινοί κομματικοί συσχετισμοί.
Κατ’ αρχάς, για τον εκλογικό νόμο οι 200 ψήφοι είναι απίθανο να επιτευχθούν ακόμη και αν συμπράξουν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, αφού αθροιστικά οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, που αντιτίθενται πλήρως στην πρόταση της ΝΔ, ανέρχονται σε 101. Εξάλλου, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί πεδίο στο οποίο κρίνεται ευχερής και εύστοχη η διαπραγμάτευση σε συνάρτηση με άλλα πολιτικά γεγονότα, αφού διαθέτει αυτοτελή, βαρύνουσα θεσμική και συμβολική σημασία.
Συνεπώς οφείλουμε να αναζητήσουμε αλλού την απάντηση στο αίνιγμα της εσπευσμένης ψήφισης του εκλογικού νόμου, πριν από την προεδρική εκλογή. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι ο Πρωθυπουργός επιθυμεί να τροποποιήσει τον εκλογικό νόμο ώστε να είναι έτοιμος για πρόωρες, διπλές βουλευτικές εκλογές και μάλιστα με λίστα, σε περίπτωση που ανακύψουν απρόβλεπτα γεγονότα κατά τη διαδικασία της προεδρικής εκλογής. Ποια θα μπορούσαν ωστόσο να είναι αυτά τα γεγονότα;
Ο μείζων κίνδυνος για τον Πρωθυπουργό είναι να μην πειθαρχήσει η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ στην πρότασή του για το πρόσωπο του Προέδρου. Άλλωστε η κοινοβουλευτική ομάδα της πλειοψηφίας αποτελεί το ισχυρότερο θεσμικό αντίβαρο σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο. Σε αυτή την περίπτωση η επιβολή κομματικής πειθαρχίας θα επιτυγχάνονταν μόνο με την απειλή πρόωρων εκλογών. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα γιατί να μην επιλέξει ο Πρωθυπουργός να προτείνει πρόσωπο πλήρους αποδοχής από την κοινοβουλευτική του ομάδα, αποφεύγοντας έτσι την εσωκομματική αμφισβήτηση; Μια πιθανή απάντηση είναι ότι θα διακινδύνευε να δημιουργηθεί ένας ισχυρός πόλος εξουσίας στο προεδρικό μέγαρο, με τον οποίο θα αναγκαζόταν να συναποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα, δηλαδή μία συνθήκη ασύμβατη προς το κοινοβουλευτικό σύστημα.