Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 12/08/2008
Τη στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου καλπάζουν, θα ήταν αναμενόμενο να ενθαρρυνθούν και να επιταχυνθούν από την πολιτεία οι πρωτοβουλίες και οι παρεμβάσεις που αφορούν εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Δεν είναι άλλωστε μόνο οικονομικά-ενεργειακά τα επιχειρήματα υπέρ των εναλλακτικών ενεργειακών πηγών, αλλά πρωτίστως περιβαλλοντικά. Κι όμως, ακριβώς σε μια περίοδο που τα προβλήματα της ενέργειας και της οικολογικής καταστροφής εμφανίζονται παγκοσμίως ως οι μείζονες προκλήσεις για τις επόμενες δεκαετίες, το ελληνικό κράτος επιδεικνύει πρωτοφανή αδυναμία ακόμη και να εφαρμόσει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες δύο χρόνια από την ψήφιση του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της ανάπτυξής τους. Αντί να επιτευχθεί ωστόσο ο στόχος αυτός, οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες χαρακτηρίζονται ως πρωτοφανείς. Ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι σχετικές διαδικασίες προωθούνται με ταχύτατους ρυθμούς, η Ελλάδα κατατάσσεται, με βάση έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ζήτημα της διοικητικής αποτελεσματικότητας ως προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην Ελλάδα, χώρα του ήλιου και των ανέμων, εγκαταστάθηκαν κατά την τελευταία διετία 327 μεγαβάτ ανανεώσιμων πηγών, ενώ ως προς την ηλεκτροπαραγωγή από γεωθερμία η χώρα μας πέτυχε το απόλυτο μηδέν. Την ίδια ώρα η ΔΕΗ επιχειρεί με παραδοσιακές, κοστοβόρες και περιβαλλοντοκτόνες τεχνολογίες να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες, ως αποτέλεσμα της απουσίας ενός συνεκτικού ενεργειακού σχεδιασμού και, ευρύτερα, ενός ορθολογικού και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένου μοντέλου ανάπτυξης από την πλευρά της πολιτείας.
Ενδεικτικές είναι οι επιδόσεις στα φωτοβολταϊκά, όπου ο χρόνος έγκρισης της παραγωγής μικρών συστημάτων, που προβλέπεται να μην υπερβαίνει τις δέκα ημέρες, στην πράξη υπολογίζεται λόγω των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων σε αρκετούς μήνες. Στα γραφεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας έχουν σωρευτεί χιλιάδες αιτήσεις για άδειες παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων, των οποίων η αξιολόγηση δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Εύλογη είναι η αγανάκτηση των υποψήφιων επενδυτών, που έχουν δαπανήσει συνολικά τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ σε μελέτες, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., χωρίς να καθίσταται προβλέψιμο εάν και πότε θα κατορθώσουν να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στο πεδίο των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών. Ανάλογη είναι η εικόνα και στην αιολική ενέργεια, όπου οι νέες διαδικασίες και τα πρόσθετα διοικητικά βάρη συνεπάγονται αύξηση του μέσου χρόνου για την έκδοση άδειας εγκατάστασης κατά είκοσι δύο επιπλέον μήνες.
Η πολιτεία όχι μόνο δεν έχει θεσπίσει επαρκή κίνητρα για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά με τις απίστευτες διοικητικές επιβαρύνσεις και τις χρονοβόρες διαδικαστικές εμπλοκές αποθαρρύνει τόσο τους μεγάλους επενδυτές όσο και εγχειρήματα σε νέες τεχνολογίες που αφορούν τον οικιακό τομέα. Οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες επενεργούν ως μηχανισμός στρέβλωσης των αγορών, ενισχύουν τη διαφθορά και την ακρίβεια, δυσχεραίνουν την προστασία του περιβάλλοντος. Οι εκκλήσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων παραμένουν αναπάντητες από τους αρμοδίους. Αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δραστηριοποιηθεί περαιτέρω, με κάθε θεμιτό μέσο, η κοινωνία πολιτών, για να αποτρέψει τη διαιώνιση αυτού του ενεργειακού και περιβαλλοντικού παραλογισμού.
Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες δύο χρόνια από την ψήφιση του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της ανάπτυξής τους. Αντί να επιτευχθεί ωστόσο ο στόχος αυτός, οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες χαρακτηρίζονται ως πρωτοφανείς. Ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι σχετικές διαδικασίες προωθούνται με ταχύτατους ρυθμούς, η Ελλάδα κατατάσσεται, με βάση έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ζήτημα της διοικητικής αποτελεσματικότητας ως προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην Ελλάδα, χώρα του ήλιου και των ανέμων, εγκαταστάθηκαν κατά την τελευταία διετία 327 μεγαβάτ ανανεώσιμων πηγών, ενώ ως προς την ηλεκτροπαραγωγή από γεωθερμία η χώρα μας πέτυχε το απόλυτο μηδέν. Την ίδια ώρα η ΔΕΗ επιχειρεί με παραδοσιακές, κοστοβόρες και περιβαλλοντοκτόνες τεχνολογίες να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες, ως αποτέλεσμα της απουσίας ενός συνεκτικού ενεργειακού σχεδιασμού και, ευρύτερα, ενός ορθολογικού και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένου μοντέλου ανάπτυξης από την πλευρά της πολιτείας.
Ενδεικτικές είναι οι επιδόσεις στα φωτοβολταϊκά, όπου ο χρόνος έγκρισης της παραγωγής μικρών συστημάτων, που προβλέπεται να μην υπερβαίνει τις δέκα ημέρες, στην πράξη υπολογίζεται λόγω των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων σε αρκετούς μήνες. Στα γραφεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας έχουν σωρευτεί χιλιάδες αιτήσεις για άδειες παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων, των οποίων η αξιολόγηση δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Εύλογη είναι η αγανάκτηση των υποψήφιων επενδυτών, που έχουν δαπανήσει συνολικά τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ σε μελέτες, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., χωρίς να καθίσταται προβλέψιμο εάν και πότε θα κατορθώσουν να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στο πεδίο των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών. Ανάλογη είναι η εικόνα και στην αιολική ενέργεια, όπου οι νέες διαδικασίες και τα πρόσθετα διοικητικά βάρη συνεπάγονται αύξηση του μέσου χρόνου για την έκδοση άδειας εγκατάστασης κατά είκοσι δύο επιπλέον μήνες.
Η πολιτεία όχι μόνο δεν έχει θεσπίσει επαρκή κίνητρα για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά με τις απίστευτες διοικητικές επιβαρύνσεις και τις χρονοβόρες διαδικαστικές εμπλοκές αποθαρρύνει τόσο τους μεγάλους επενδυτές όσο και εγχειρήματα σε νέες τεχνολογίες που αφορούν τον οικιακό τομέα. Οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες επενεργούν ως μηχανισμός στρέβλωσης των αγορών, ενισχύουν τη διαφθορά και την ακρίβεια, δυσχεραίνουν την προστασία του περιβάλλοντος. Οι εκκλήσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων παραμένουν αναπάντητες από τους αρμοδίους. Αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δραστηριοποιηθεί περαιτέρω, με κάθε θεμιτό μέσο, η κοινωνία πολιτών, για να αποτρέψει τη διαιώνιση αυτού του ενεργειακού και περιβαλλοντικού παραλογισμού.