ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΤΙΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 7/6/2011

Η δυσθυμία απέναντι στο πολιτικό σύστημα και η οργή εναντίον της πολιτικής τάξης αποτυπώνονται στα υψηλά ποσοστά αποχής, τη συνολική απόρριψη των πολιτικών κομμάτων και την καταβαράθρωση των δύο κομμάτων εξουσίας που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, αλλά και στην οργανωμένη έκφραση ανομικών συμπεριφορών τύπου “δεν πληρώνω”. Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι η κριτική και η διαμαρτυρία δεν περιορίζονται σε πρόσωπα, πολιτικές συμπεριφορές ή στην κακή λειτουργία του κράτους, αλλά ολοένα εντονότερα θέτουν υπό αμφισβήτηση τους ίδιους τους θεσμούς της πολυκομματικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Στο επίκεντρο αυτής της -συχνά ακραία λαϊκίστικης και δημαγωγικής- κριτικής τίθενται το Κοινοβούλιο και οι βουλευτές. Η απαξίωση της βουλευτικής ιδιότητας δεν εκφράζεται μόνο εις βάρος των προσώπων που έχουν εκλεγεί, αλλά αγγίζει την ίδια τη λειτουργία του θεσμού. Οι επαναλαμβανόμενες “εκκλήσεις” υπέρ της μείωσης του αριθμού των βουλευτών τι άλλο σημαίνουν άλλωστε; Τι λανθάνει πίσω από αυτή την πλειοδοσία, όπου εκτός από τη συνταγματικά επιτρεπτή επιχειρηματολογία υπέρ της μείωσης των βουλευτών σε 200 έχουν υποστηριχθεί δημόσια και απόψεις υπέρ της μείωσής τους σε 50; Αν ήθελε κανείς να συζητήσει στα σοβαρά, θα έπρεπε να διερωτηθεί κατ’ αρχάς πόσοι βουλευτές απαιτούνται ώστε να επιτελεί το Κοινοβούλιο τον θεσμικό του ρόλο και κατά πόσον θα έπρεπε να καταργηθούν συγκεκριμένα προνόμια των βουλευτών, αντί να επικροτείται μια άγονη “αριθμολογία” που κατ’ ουσίαν ενδυναμώνει την ανέξοδη αλλά επικίνδυνη αντικοινοβουλευτική ρητορεία.
Η αλήθεια είναι ότι συχνά βουλευτές δεν τίμησαν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, είτε εμπλεκόμενοι σε σκάνδαλα, είτε καταχρώμενοι τη βουλευτική ασυλία, είτε προσποριζόμενοι προκλητικά προνόμια σε οικονομικά δίσεκτους καιρούς, είτε εκφέροντας δημόσιο λόγο χυδαίο και ευτελή, είτε απλώς αδιαφορώντας για τα βουλευτικά τους καθήκοντα. Για τα φαινόμενα αυτά, που ασφαλώς δεν είναι τυχαία ή αποσπασματικά, ευθύνονται πρωτίστως τα πολιτικά κόμματα και ο τρόπος λειτουργίας τους, αλλά και τα εκλογικά συστήματα, που εξέθρεψαν, ανέχθηκαν ή αναπαρήγαγαν τέτοιου τύπου πολιτικό προσωπικό. Δεν ευθύνεται όμως ούτε το Κοινοβούλιο καθαυτό, ούτε ο κοινοβουλευτισμός.
Η διαρκής διολίσθηση προς έναν υφέρποντα ή και απροκάλυπτο αντικοινοβουλευτικό λόγο καθίσταται πλέον εμφανής. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη αν διερευνηθούν ιστορικά οι πολιτικές προεκτάσεις των οικονομικών κρίσεων. Μια θεσμική πρόταση που ήδη έχει αρχίσει να συζητείται αποτελεί η εισαγωγή του προεδρικού συστήματος στην Ελλάδα, παρότι ούτε πρόσφορη θα ήταν ούτε ανεκτή με βάση το ισχύον Σύνταγμα. Όμως Κοινοβούλιο λειτουργεί και στην προεδρική δημοκρατία. Άρα, στην πραγματικότητα ο αντικοινοβουλευτικός λόγος παραπέμπει τελικά στην πλήρη αποδόμηση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ας μην ξεχνούν λοιπόν οι κατήγοροι των κοινοβουλευτικών θεσμών ότι δημοκρατία χωρίς Κοινοβούλιο και πολιτικά κόμματα δεν έχει ακόμη εφευρεθεί. Και ότι εναλλακτικό δρόμο προς το Κοινοβούλιο αποτελούν είτε η δικτατορία του προλεταριάτου είτε μια σύγχρονη εκδοχή “πεφωτισμένης δεσποτείας”. Το ζητούμενο είναι εσωκομματική δημοκρατία και αναβάθμιση του βουλευτικού αξιώματος, όχι ευτελισμός ή κατάργηση των θεσμών αυτών.