Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 9/8/2011
Οι όροι λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης προσομοιάζουν με θέατρο του παραλόγου. Όσο πιο “πολεμικές” αποδεικνύονται οι συνθήκες για την ελληνική πολιτεία τόσο νωθρότερη εμφανίζεται η λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης. Οσο απαιτητικότερες προϋποθέσεις τίθενται για την αποτροπή της χρεοκοπίας τόσο πιο βραδυκίνητη και φορμαλιστική είναι η αντίδραση των διοικητικών μηχανισμών. Όσο αυστηρότεροι έλεγχοι και κριτήρια αξιολόγησης θεσμοθετούνται τόσο πιο απροκάλυπτη καθίσταται η λευκή απεργία που έχει κηρύξει σημαντικό τμήμα του δημόσιου τομέα. Ασαφές παραμένει πάντως εάν πρόκειται για μία “αυτόματη”, αντανακλαστικού τύπου άμυνα των γραφειοκρατικών ελίτ ή αν η επιχείρηση αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα προκαλεί τα αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή την αποσύνθεσή του.
Αν η Δημόσια Διοίκηση διέπεται από τη μηχανική του παραλόγου τότε το εγχείρημα μιας λογοκρατούμενης διαχείρισης αυτού του παραλόγου δεν προδικάζεται ως λυσιτελές. Όμως, χωρίς τη συνεργασία μιας αποδοτικής κρατικής μηχανής, ούτε η επιχειρηματικότητα θα απελευθερωθεί, ούτε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα ενισχυθεί, ούτε οι πολίτες θα σταματήσουν να θεωρούν το κράτος εχθρό. Διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες παρελαύνουν κάθε χρόνο στις εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και του Συνηγόρου του Πολίτη, χωρίς οι πολιτικές εξαγγελίες κάθαρσης να γίνονται πράξη.
Η “Αλλαγή” το 1981, ο “εκσυγχρονισμός” το 1996, η “επανίδρυση” το 2004 περιελάμβαναν εκτενή μεταρρυθμιστικά προγράμματα στο πεδίο της Δημόσιας Διοίκησης. Στο επιχειρησιακό πρόγραμμα “Διοικητική Μεταρρύθμιση” του ΕΣΠΑ 2007-2013 έχουν δεσμευθεί τεράστια κονδύλια, που παραμένουν αναξιοποίητα ακριβώς λόγω της ολιγωρίας των πολυδαίδαλων διοικητικών μηχανισμών που τα διαχειρίζονται. Ωστόσο, όσα δεν έγιναν σε εποχές “παχιών αγελάδων” μοιάζει αμφίβολο αν μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό συνθήκες αποανάπτυξης, απολύσεων, μείωσης μισθών και γενικότερης ανασφάλειας, ενώ η δύναμη της αδράνειας μπλοκάρει την εφαρμογή του καταιγιστικού νομοθετικού έργου της τελευταίας περιόδου. Από την ψήφιση ενός νόμου μέχρι την εξειδίκευση και την εφαρμογή του μεσολαβεί ο κόσμος της γραφειοκρατικής ματαιότητας, παρόλο που χιλιάδες ευσυνείδητοι, ασφυκτιούντες κρατικοί υπάλληλοι θέλουν αλλά δεν είναι δυνατό να προσφέρουν στο πλαίσιο κατεστημένων ρυθμιστικών αγκυλώσεων, λανθασμένων πολιτικών επιλογών και μιας νοσηρής διοικητικής κουλτούρας.
Το έσχατο δείγμα κρατικής υποτέλειας και παραδοχής της αδυναμίας άσκησης εξουσίας αποτελεί η έμμεση πρόσκληση ή, πάντως, η ανακουφιστική υποδοχή των εκ Βρυξελλών επιτηρητών, που θα παρέχουν “τεχνική βοήθεια” στην κυβέρνηση κατ’ αρχάς για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και κατ’ επέκταση σε ευρύτατα πεδία νομοθέτησης, συντονισμού και διοίκησης. Μπορεί η ελληνική οικονομία χάρη στην ευρωπαϊκή συμφωνία να μην πτώχευσε, όμως εν τοις πράγμασιν η Δημόσια Διοίκηση χρεοκόπησε και τίθεται υπό επιτήρηση και επιτροπεία ή ενίοτε θα υποκαθίσταται από κοινοτικούς υπαλλήλους. Το πιο δυσάρεστο ίσως είναι ότι ενδόμυχα, συχνά και δεδηλωμένα, τόσο για την πολιτική τάξη όσο και για τα ίδια τα διοικητικά στελέχη η εξέλιξη αυτή προκαλεί ανακούφιση. Το παράλογο διαθέτει τελικά και κόκκους λογικής, ως όρο αυτοσυντήρησής του.
Αν η Δημόσια Διοίκηση διέπεται από τη μηχανική του παραλόγου τότε το εγχείρημα μιας λογοκρατούμενης διαχείρισης αυτού του παραλόγου δεν προδικάζεται ως λυσιτελές. Όμως, χωρίς τη συνεργασία μιας αποδοτικής κρατικής μηχανής, ούτε η επιχειρηματικότητα θα απελευθερωθεί, ούτε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα ενισχυθεί, ούτε οι πολίτες θα σταματήσουν να θεωρούν το κράτος εχθρό. Διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες παρελαύνουν κάθε χρόνο στις εκθέσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και του Συνηγόρου του Πολίτη, χωρίς οι πολιτικές εξαγγελίες κάθαρσης να γίνονται πράξη.
Η “Αλλαγή” το 1981, ο “εκσυγχρονισμός” το 1996, η “επανίδρυση” το 2004 περιελάμβαναν εκτενή μεταρρυθμιστικά προγράμματα στο πεδίο της Δημόσιας Διοίκησης. Στο επιχειρησιακό πρόγραμμα “Διοικητική Μεταρρύθμιση” του ΕΣΠΑ 2007-2013 έχουν δεσμευθεί τεράστια κονδύλια, που παραμένουν αναξιοποίητα ακριβώς λόγω της ολιγωρίας των πολυδαίδαλων διοικητικών μηχανισμών που τα διαχειρίζονται. Ωστόσο, όσα δεν έγιναν σε εποχές “παχιών αγελάδων” μοιάζει αμφίβολο αν μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό συνθήκες αποανάπτυξης, απολύσεων, μείωσης μισθών και γενικότερης ανασφάλειας, ενώ η δύναμη της αδράνειας μπλοκάρει την εφαρμογή του καταιγιστικού νομοθετικού έργου της τελευταίας περιόδου. Από την ψήφιση ενός νόμου μέχρι την εξειδίκευση και την εφαρμογή του μεσολαβεί ο κόσμος της γραφειοκρατικής ματαιότητας, παρόλο που χιλιάδες ευσυνείδητοι, ασφυκτιούντες κρατικοί υπάλληλοι θέλουν αλλά δεν είναι δυνατό να προσφέρουν στο πλαίσιο κατεστημένων ρυθμιστικών αγκυλώσεων, λανθασμένων πολιτικών επιλογών και μιας νοσηρής διοικητικής κουλτούρας.
Το έσχατο δείγμα κρατικής υποτέλειας και παραδοχής της αδυναμίας άσκησης εξουσίας αποτελεί η έμμεση πρόσκληση ή, πάντως, η ανακουφιστική υποδοχή των εκ Βρυξελλών επιτηρητών, που θα παρέχουν “τεχνική βοήθεια” στην κυβέρνηση κατ’ αρχάς για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και κατ’ επέκταση σε ευρύτατα πεδία νομοθέτησης, συντονισμού και διοίκησης. Μπορεί η ελληνική οικονομία χάρη στην ευρωπαϊκή συμφωνία να μην πτώχευσε, όμως εν τοις πράγμασιν η Δημόσια Διοίκηση χρεοκόπησε και τίθεται υπό επιτήρηση και επιτροπεία ή ενίοτε θα υποκαθίσταται από κοινοτικούς υπαλλήλους. Το πιο δυσάρεστο ίσως είναι ότι ενδόμυχα, συχνά και δεδηλωμένα, τόσο για την πολιτική τάξη όσο και για τα ίδια τα διοικητικά στελέχη η εξέλιξη αυτή προκαλεί ανακούφιση. Το παράλογο διαθέτει τελικά και κόκκους λογικής, ως όρο αυτοσυντήρησής του.