Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 3/1/2012
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 παρέμενε ισχυρή η απαίτηση για οργάνωση της εργασίας με βάση ένα προστατευτικό θεσμικό πλαίσιο. Αν και η εργασία είχε παύσει να συνιστά ένα πεδίο όπου επικρατούν ασφάλεια, προβλεψιμότητα και σταθερότητα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά και εδαφικά πλαίσια, διατηρούνταν ακόμη σημαντικές εγγυήσεις και αναχώματα υπέρ των εργαζομένων. Παρότι είχαν ήδη εμφανιστεί νέες μορφές απασχόλησης, με στόχο την προσαρμογή στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, τις νέες οργανωτικές δομές των επιχειρήσεων και τις νέες τεχνολογίες, ωστόσο αδιαπραγμάτευτοι εμφανίζονταν οι συνδικαλιστικοί θεσμοί, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ένα minimum κανόνων που κατοχύρωναν αξιοπρεπείς όρους εργασίας.
Η κατάρρευση του προστατευτικού πλέγματος της εργασίας δεν συντελέστηκε μέσα σε μία νύχτα. Ο μεταφορντισμός συνοδεύθηκε από την αναδιοργάνωση των εργασιακών θεσμών με γνώμονα την αποσπασματικότητα, την αστάθεια, την εξατομίκευση και την ευελιξία. Η οργάνωση της εργασίας απομακρύνεται σταδιακά από τις τυπικές ιεραρχικές σχέσεις, την πλήρη απασχόληση, την εφ’ όρου ζωής σύνδεση με μια συγκεκριμένη επαγγελματική εξειδίκευση ή έναν εργοδότη. Στη θέση τους αναπτύσσονται άτυπα δίκτυα απασχόλησης, ευελιξία του χρόνου εργασίας, ελαστικότητα σχέσεων και κινητικότητα εργαζομένων. Αυτές οι αργόσυρτες, ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές θεσμοποιούνται και σταδιακά προσλαμβάνονται ως «φυσιολογικές».
Έτσι, όταν εκδηλώθηκε η δημοσιονομική κρίση, είχε καλλιεργηθεί το έδαφος για μείζονες ανατροπές εις βάρος των προστατευτικών εργασιακών θεσμών. Μόνο που η ελεγχόμενη ελαστικότητα που διέκρινε τις εργασιακές σχέσεις την προηγούμενη περίοδο του «ευέλικτου καπιταλισμού», μεταμορφώνεται μετά το 2008 σε έναν αδηφάγο μηχανισμό αποσάθρωσης κάθε θεσμού προστασίας και συλλογικής οργάνωσης της απασχόλησης, καθώς η μερική απασχόληση, η εναλλαγή εργοδοτών και αντικειμένων εργασίας, ο ευνουχισμός των συλλογικών εγγυήσεων και ο απροσχημάτιστος ευτελισμός των συνθηκών εργασίας καθίστανται μέρος της «κανονικότητας». Οι εργαζόμενοι απομένουν ανυπεράσπιστοι από τα υποταγμένα στις αγορές κράτη.
Το 2012 αναμένεται να αποτελέσει τη σκληρότερη χρονιά για τον κόσμο της εργασίας μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικονομία συρρικνώνεται, η ανεργία ανέρχεται σε επίπεδα ρεκόρ, οι αποδοχές μειώνονται περαιτέρω, η ευελιξία κυριαρχεί, η ανασφάλεια διαλύει και τους θεσμούς συναδελφικότητας μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων. Οι συλλογικοί θεσμοί εκπροσώπησης της εργασίας εμφανίζονται αποδυναμωμένοι, το εργατικό κίνημα ανίσχυρο, η εργασιακή ζωή μετατρέπεται σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. Η παγίωση μιας τέτοιας πραγματικότητας δεν θα έχει ωστόσο καταστροφικές επιπτώσεις μόνο για τους εργαζομένους, αλλά βραχυπρόθεσμα για το πολιτικό σύστημα και μεσοπρόθεσμα για τον επιχειρηματικό κόσμο. Απομένει να αποδειχθεί αν όλα αυτά είναι αναστρέψιμα.