Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 10/5/2011
Η όξυνση της οικονομικής κρίσης και η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της κλονίζουν το ενωσιακό οικοδόμημα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες διανύουν μια φάση εσωστρέφειας και συντηρητικοποίησης, που εκδηλώνεται αφενός ως ευρωσκεπτικισμός και αφετέρου ως στροφή προς την ακροδεξιά δημαγωγία.
Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο νέο κοινωνικό ζήτημα του 21ου αιώνα, δηλαδή το μεταναστευτικό πρόβλημα. Η οικονομική δυσπραγία πλήττει εξίσου τους μετανάστες, εξωθώντας τους στην περιθωριοποίηση και την παραβατικότητα και διογκώνοντας τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά. Από την άλλη πλευρά, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο δημιουργούν καινούργια κύματα προσφύγων και μεταναστών, των οποίων την είσοδο η Ευρώπη αποδεικνύεται ανήμπορη όχι μόνο να εξορθολογίσει, αλλά και να διαχειριστεί πολιτικά. Ήδη μάλιστα η ένταση μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας για την τύχη χιλιάδων Τυνήσιων προσφύγων προκαλεί σοβαρούς τριγμούς στη ζώνη Σένγκεν. Για την ακροδεξιά τόσο η οικονομική κρίση όσο και η έξαρση του μεταναστευτικού προβλήματος αποτελούν προνομιακά πεδία καλλιέργειας ενός ρατσιστικού εθνικιστικού λόγου, που ενδυναμώνεται όσο η ευρωπαϊκή ενωσιακή πολιτική εμφανίζεται ανεπαρκής και άβουλη. Η ραγδαία άνοδος της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το απίστευτο εκλογικό ποσοστό που πέτυχε η ακροδεξιά στη Φινλανδία πριν από τρεις εβδομάδες, σχεδόν ισοψηφώντας με τα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά και ο έκδηλος ευρωσκεπτικισμός που επιδεικνύει πλέον η πλειοψηφία των Γερμανών, είναι απτά δείγματα της πορείας της ευρωπαϊκής ηπείρου προς έναν σκοτεινό και ολισθηρό δρόμο.
Ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι η Λεπέν θα επιβεβαιώσει τις δημοσκοπήσεις υπερισχύοντας του Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές; Τι επιπτώσεις θα έχει η συμμετοχή του ξενοφοβικού κόμματος των «Αληθινών Φινλανδών» στο κυβερνητικό σχήμα; Πόσο ψηλά ενδέχεται να φτάσουν τα ακροδεξιά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στην Αυστρία, την Ολλανδία, αλλά και τη Βρετανία, για να μη μνημονευθούν οι εκλογικές επιδόσεις των αντίστοιχων κομματικών σχηματισμών στην Ανατολική Ευρώπη; Και, τελικά, πώς μπορεί να επιβιώσει η ευρωζώνη και κατ’ επέκταση η ευρωπαϊκή ενοποίηση όταν ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία σπαράσσεται από εσωτερικές διαφωνίες με αντικείμενο τη στήριξη της ελληνικής, της ιρλανδικής και της πορτογαλικής οικονομίας;
Όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, όπου χωρίς την ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση μόνος δρόμος μοιάζει σήμερα η στάση πληρωμών. Όταν ακόμη δεν έχει αφομοιωθεί πλήρως πώς η μεταολυμπιακή ευφορία μετατράπηκε σε εθνική τραγωδία, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ποια μορφή θα λάβουν σε πολιτικό επίπεδο οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες, η πρωτοφανής ανεργία και η κατακρήμνιση της εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς και το κομματικό σύστημα. Το μέλλον της χώρας σε μια αποσυντιθέμενη, ξενοφοβική Ευρώπη, χωρίς θεσμοθετημένους μηχανισμούς οικονομικής στήριξης και αλληλεγγύης, δεν προδιαγράφεται ασφαλώς ευοίωνο. Μπροστά σε όσα, απολύτως μη προβλέψιμα, συμβαίνουν σε πλανητικό επίπεδο τους τελευταίους μήνες, από τις αραβικές εξεγέρσεις μέχρι τη Φουκουσίμα, κανένα ενδεχόμενο δεν μπορεί πλέον να θεωρείται απίθανο.
Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο νέο κοινωνικό ζήτημα του 21ου αιώνα, δηλαδή το μεταναστευτικό πρόβλημα. Η οικονομική δυσπραγία πλήττει εξίσου τους μετανάστες, εξωθώντας τους στην περιθωριοποίηση και την παραβατικότητα και διογκώνοντας τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά. Από την άλλη πλευρά, οι εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο δημιουργούν καινούργια κύματα προσφύγων και μεταναστών, των οποίων την είσοδο η Ευρώπη αποδεικνύεται ανήμπορη όχι μόνο να εξορθολογίσει, αλλά και να διαχειριστεί πολιτικά. Ήδη μάλιστα η ένταση μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας για την τύχη χιλιάδων Τυνήσιων προσφύγων προκαλεί σοβαρούς τριγμούς στη ζώνη Σένγκεν. Για την ακροδεξιά τόσο η οικονομική κρίση όσο και η έξαρση του μεταναστευτικού προβλήματος αποτελούν προνομιακά πεδία καλλιέργειας ενός ρατσιστικού εθνικιστικού λόγου, που ενδυναμώνεται όσο η ευρωπαϊκή ενωσιακή πολιτική εμφανίζεται ανεπαρκής και άβουλη. Η ραγδαία άνοδος της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το απίστευτο εκλογικό ποσοστό που πέτυχε η ακροδεξιά στη Φινλανδία πριν από τρεις εβδομάδες, σχεδόν ισοψηφώντας με τα δύο κόμματα εξουσίας, αλλά και ο έκδηλος ευρωσκεπτικισμός που επιδεικνύει πλέον η πλειοψηφία των Γερμανών, είναι απτά δείγματα της πορείας της ευρωπαϊκής ηπείρου προς έναν σκοτεινό και ολισθηρό δρόμο.
Ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι η Λεπέν θα επιβεβαιώσει τις δημοσκοπήσεις υπερισχύοντας του Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές; Τι επιπτώσεις θα έχει η συμμετοχή του ξενοφοβικού κόμματος των «Αληθινών Φινλανδών» στο κυβερνητικό σχήμα; Πόσο ψηλά ενδέχεται να φτάσουν τα ακροδεξιά, ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στην Αυστρία, την Ολλανδία, αλλά και τη Βρετανία, για να μη μνημονευθούν οι εκλογικές επιδόσεις των αντίστοιχων κομματικών σχηματισμών στην Ανατολική Ευρώπη; Και, τελικά, πώς μπορεί να επιβιώσει η ευρωζώνη και κατ’ επέκταση η ευρωπαϊκή ενοποίηση όταν ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία σπαράσσεται από εσωτερικές διαφωνίες με αντικείμενο τη στήριξη της ελληνικής, της ιρλανδικής και της πορτογαλικής οικονομίας;
Όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, όπου χωρίς την ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση μόνος δρόμος μοιάζει σήμερα η στάση πληρωμών. Όταν ακόμη δεν έχει αφομοιωθεί πλήρως πώς η μεταολυμπιακή ευφορία μετατράπηκε σε εθνική τραγωδία, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει ποια μορφή θα λάβουν σε πολιτικό επίπεδο οι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες, η πρωτοφανής ανεργία και η κατακρήμνιση της εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς και το κομματικό σύστημα. Το μέλλον της χώρας σε μια αποσυντιθέμενη, ξενοφοβική Ευρώπη, χωρίς θεσμοθετημένους μηχανισμούς οικονομικής στήριξης και αλληλεγγύης, δεν προδιαγράφεται ασφαλώς ευοίωνο. Μπροστά σε όσα, απολύτως μη προβλέψιμα, συμβαίνουν σε πλανητικό επίπεδο τους τελευταίους μήνες, από τις αραβικές εξεγέρσεις μέχρι τη Φουκουσίμα, κανένα ενδεχόμενο δεν μπορεί πλέον να θεωρείται απίθανο.