Πρώτο Θέμα, 25.3.2018
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος επανήλθε στο προσκήνιο. ΄Αλλωστε ο χρόνος που απομένει μέχρι τις εκλογές μετράει πλέον αντίστροφα. Υπάρχουν σήμερα οι πολιτικές προϋποθέσεις μίας συνταγματικής αναθεώρησης; Ποιες αλλαγές του συνταγματικού κειμένου είναι εφικτές στις συνθήκες ακραίας πόλωσης που επικρατούν;
Για να πετύχει ένα αναθεωρητικό εγχείρημα χρειάζεται να διαμορφωθεί θεσμική εμπιστοσύνη μεταξύ των κομμάτων, ώστε να επιτευχθούν οι αναγκαίες συγκλίσεις για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Ωστόσο η θεσμική εμπιστοσύνη μεταξύ των παικτών του πολιτικού συστήματος έχει συρρικνωθεί τους τελευταίους μήνες στον ελάχιστο βαθμό. Η πολιτική ένταση έχει οξυνθεί, με αποκορύφωμα την υπόθεση Novartis. Η απομείωση της θεσμικής εμπιστοσύνης επηρεάζει καθοριστικά την έκβαση της αναθεώρησης, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τα ελλείμματα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Η επίτευξη των αναγκαίων συναινέσεων ως προς τις επιλογές για τη μεταβολή των θεμελιωδών κανόνων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού δεν φαίνεται εφικτή.
Είναι όμως αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση; Τι μπορούν να προσδοκούν οι πολίτες από την αλλαγή του συνταγματικού κειμένου και πώς θα συνέβαλλε στη βελτίωση της θεσμικής, πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης; Η απάντηση είναι ότι η μεταρρύθμιση του Συντάγματος δεν θα μπορούσε να επιλύσει ως διά μαγείας παθογένειες όπως το πελατειακό κράτος και οι στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου. Όμως ένα ορθολογικό Σύνταγμα θα απέτρεπε κρίσιμα προβλήματα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και θα ενίσχυε τη σταθερότητά του, ως προϋπόθεση και για την ανάταξη της οικονομίας.
Έχει δημοσιοποιηθεί κατ΄επανάληψη από τον πολιτικό και τον νομικό κόσμο σειρά προτάσεων αναθεώρησης. Όμως κρίσιμο δεν είναι μόνο να αξιολογηθεί μια προς μια κάθε προτεινόμενη τροποποίηση, αλλά να διαπιστωθεί αν οι προτάσεις αυτές διαπνέονται από συνοχή και εσωτερική ισορροπία, αν είναι συμβατές μεταξύ τους και με τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, αν εντάσσονται σε μια σαφή θεσμική-πολιτική στόχευση και μήπως προκαλούν προβλήματα συνταγματικής μηχανικής που εκ πρώτης όψεως δεν θα είναι ορατά (βλ. Ξ. Κοντιάδης, «Πώς γράφεται το Σύνταγμα;», εκδ. Παπαζήση, 2018).
Ένας επιπλέον κίνδυνος είναι να εκφυλιστεί το αναθεωρητικό διάβημα σε ένα θέαμα μικροκομματικής σύγκρουσης με επικοινωνιακή στόχευση, σπαταλώντας μια σημαντική ευκαιρία εξορθολογισμού των συνταγματικών θεσμών. Τον τρίτο κίνδυνο αποτελεί ο συνταγματικός λαϊκισμός, δηλαδή η υποβολή προτάσεων που ακούγονται ευχάριστες σε πολλούς, αλλά η υιοθέτησή τους θα δημιουργήσει σοβαρότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι θα επέλυε.
Τι πρέπει να αλλάξει στις παρούσες συνθήκες; Δύο είναι οι συνταγματικές αλλαγές που συνιστούν προϋπόθεση για έναν ευρύτερο εξορθολογισμό του συνταγματικού μας κειμένου. Πρώτον, η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η ατελέσφορη αναθεώρηση του 2008 και η αποτυχία όσων αναθεωρητικών πρωτοβουλιών εξαγγέλθηκαν έκτοτε δεν ήταν συνέπεια μόνο απρόσφορων πολιτικών συσχετισμών, αλλά και εγγενών σφαλμάτων της συνταγματικής μηχανικής της διαδικασίας αναθεώρησης. Η αναθεώρηση θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε μία Βουλή, με περαιτέρω ενίσχυση των απαιτούμενων πλειοψηφιών τουλάχιστον στα 2/3 του συνόλου των βουλευτών.
Το δεύτερο κρίσιμο πεδίο αποτελεί η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από το ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών, το οποίο προκαλεί την πλήρη διατάραξη του εκλογικού κύκλου και ενδεχομένως την παραλυσία της κυβερνητικής λειτουργίας. Οι δύο αυτές αλλαγές θα συμβάλουν, περισσότερο από ό,τι ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, στον εξορθολογισμό του συνταγματικού μας κειμένου. Υπό τις παρούσες συνθήκες κάθε άλλος πειραματισμός εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους αστοχιών ή εργαλειοποίησης του Συντάγματος.