Πρώτο Θέμα, 21/04/19
Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, ένα πέπλο σιωπής έχει απλωθεί πάνω από μία από τις κρισιμότερες εκκρεμότητες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση, δηλαδή το πρόβλημα βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Είναι ευεξήγητο γιατί από όλες τις πλευρές υπάρχει μια διστακτικότητα: τα νέα δεν είναι καλά για την κοινωνική ασφάλιση.
Ο νόμος Κατρούγκαλου λειτούργησε διεκπεραιωτικά έναντι των δανειστών, προκειμένου να μειωθεί η κρατική χρηματοδότηση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο τρίτο μνημόνιο. Όμως στην πραγματικότητα επέτεινε την απαξίωση του δημόσιου συστήματος ασφάλισης και υπονόμευσε την ασφαλιστική συνείδηση, καθώς παραβιάζει την αρχή της ανταποδοτικότητας και αυξάνει δυσανάλογα τις ασφαλιστικές εισφορές, ιδίως των ελεύθερων επαγγελματιών.
Τα αίτια της ανεπαρκούς χρηματοδοτικής βάσης ανάγονται στο απώτερο παρελθόν. Στην επί δεκαετίες κακοδιαχείριση των αποθεματικών των ασφαλιστικών φορέων, στην εισφοροδιαφυγή, στα αδικαιολόγητα προνόμια συγκεκριμένων ομάδων και στις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις. Τα ισχυρότερα πλήγματα αποτέλεσαν όμως η ραγδαία αύξηση της ανεργίας την τελευταία δεκαετία, η μαζική έξοδος από την εργασία νέων ηλικιακά ασφαλισμένων υπό τον φόβο αυστηροποίησης των όρων συνταξιοδότησης και η βαθιά ύφεση της οικονομίας.
Πρόσφατες αναλογιστικές μελέτες αποδεικνύουν ότι δραματικές αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση θα επιφέρουν τα ζοφερά δημογραφικά δεδομένα, που συνοψίζονται στη γήρανση του πληθυσμού λόγω αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης των γεννήσεων. Ταυτόχρονα η υψηλή ανεργία, τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης απασχόλησης και οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης επιδεινώνουν το πρόβλημα χρηματοδότησής του. Όμως η λογική της διαρκούς μείωσης των συντάξεων, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις, έχει υπερβεί τα ακραία ανεκτά όρια με γνώμονα τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους συνταξιούχους.
Τόσο η κοινωνία όσο και η πολιτική τάξη δεν φαίνονται ακόμη έτοιμες για μία ψύχραιμη συζήτηση πάνω στο μείζον αυτό εθνικό πρόβλημα. Αφετηρία ενός τέτοιου διαλόγου αποτελεί η αναγνώριση ότι καμιά δομική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος δεν επιτρέπει τη βιωσιμότητά του και τη χορήγηση δίκαιων και επαρκών παροχών, αν δεν αντιστραφεί το καθοδικό σπιράλ σε οικονομία και απασχόληση. Όσοι καλλιεργούσαν φρούδες ελπίδες, με βάση το αντιμνημονιακό αφήγημα, αυτοδεσμεύθηκαν ακολούθως με το τρίτο Μνημόνιο να λάβουν τα βαρύτερα μέτρα. Σήμερα το θεσμικό οικοδόμημα της κοινωνικής ασφάλισης βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο να παραβιάσει τις αρχές της ασφαλιστικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης και καταστρατηγώντας κατοχυρωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Επίλυση του Ασφαλιστικού δεν είναι πλέον ανεκτό να σημαίνει επαναλαμβανόμενες δυσμενείς παραμετρικές μεταβολές, ιδίως αυξήσεις εισφορών, μειώσεις παροχών και αυξήσεις ορίων ηλικίας. Αυτή η λογική, την οποία ακολούθησε στον μέγιστο βαθμό και η παρούσα κυβέρνηση, οδηγεί αναπόδραστα στην αποδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος. Αποσπασματικές παρεμβάσεις, όπως οι αλλεπάλληλες περικοπές των συντάξεων, λειτούργησαν καταστροφικά τόσο για την ασφαλιστική συνείδηση όσο και για τη διαγενεακή αλληλεγγύη.
Την απάντηση στην κρίση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης δεν αποτελεί η οριστική του απαξίωση, αλλά γενναίες παρεμβάσεις τόσο ως προς την οργάνωση και λειτουργία του όσο και σε σχέση προς τις αλληλένδετες με αυτό όψεις του προβλήματος. Άρα απαιτούνται ριζικά μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, μείωση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και απελευθέρωση της οικονομίας από τα δεσμά που την εγκλωβίζουν στους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.