Η αντισυνταγματικότητα των ασφαλιστικών εισφορών (ΣτΕ 1880 & 1888/2019) και οι εναλλακτικές νομοθετικές επιλογές

SyntagmaWatch.gr, 04/11/19

Οι αποφάσεις του ΣτΕ
 
Με τις αποφάσεις 1880 και 1888/2019 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος η υπαγωγή σε ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών αφενός των αυτοαπασχολούμενων και ελευθέρων επαγγελματιών και αφετέρου των μισθωτών.
Ειδικότερα, κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας που αφορούσαν τον προσδιορισμό της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών με βάση τα άρθρα 39, 40 και 41 του ν. 4387/2016.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, η υπαγωγή στην ασφάλιση κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος, υπό ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού συνιστά ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
 
 
Το πλαίσιο για θέσπιση των κανόνων που αφορούν τις ασφαλιστικές εισφορές
 
Όμως πέραν της κρίσης περί της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων το Συμβούλιο της Επικρατείας συνόψισε και αποσαφήνισε περαιτέρω το πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο κοινός νομοθέτης κατά τη θέσπιση των κανόνων που αφορούν τις ασφαλιστικές εισφορές. Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο επεσήμανε τα εξής:
α. Η ασφαλιστική εισφορά των ασφαλισμένων μισθωτών ή μη, αποτελεί υποχρεωτική χρηματική παροχή. Η ασφαλιστική εισφορά είναι εγγενές στοιχείο της κοινωνικής ασφάλισης και στα διανεμητικά συστήματα χρηματοδότησης λειτουργεί ως αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη, ως μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης.
β. Η ασφαλιστική εισφορά δεν έχει τα χαρακτηριστικά φόρου. Ως μέσο χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, ως εκδήλωση της κοινωνικής αλληλεγγύης και ως εργοδοτική εισφορά συνιστά δημόσιο βάρος προς αντιμετώπιση της δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση. Περαιτέρω ως αναγκαίος όρος για την πρόσβαση στην ασφαλιστική κάλυψη συνιστά ανταποδοτική παροχή για την απόλαυση κοινωνικού δικαιώματος.
γ. Ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το κατάλληλο σύστημα χρηματοδότησης των ασφαλιστικών παροχών, δηλαδή είτε σύστημα καθορισμένων εισφορών είτε σύστημα καθορισμένων παροχών. Επίσης, είναι ελεύθερος να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση με ιδιαίτερους κανόνες ανά κατηγορία απασχόλησης από ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς ή από ένα ασφαλιστικό φορέα ανεξαρτήτως της φύσης της απασχόλησης των ασφαλισμένων. Άρα μπορεί να παρέχει την κοινωνική ασφάλιση υπό ενιαίους κανόνες, εφόσον το επιτυγχάνει με όρους ισότητας, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
δ. Ο έλεγχος της τήρησης των επιταγών αυτών από τον κοινωνικοασφαλιστικό νομοθέτη απαιτεί μεγαλύτερη ένταση στην περίπτωση ενιαίων κανόνων εισφορών και παροχών για μη ομοειδείς κατηγορίες ασφαλισμένων εντός του ίδιου ασφαλιστικού φορέα, σε συνάρτηση και με το σύστημα χρηματοδότησης των ασφαλιστικών παροχών που επιλέχθηκε.
ε. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της ασφαλιστικής εισφοράς όχι μόνο ως δημόσιου βάρους για την κάλυψη της δαπάνης της κοινωνικής ασφάλισης αλλά και ως ανταποδοτικής παροχής του ασφαλιζόμενου για την πρόσβαση σε ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων, ο κοινός νομοθέτης είναι ελεύθερος να υπολογίζει την εισφορά με βάση την εισφοροδοτική ικανότητα, όπως είναι το πραγματοποιούμενο εισόδημα από την ασφαλιζόμενη εργασία και το ασφαλιζόμενο επάγγελμα, και να καθορίζει το ύψος της σε επίπεδο που να διασφαλίζει μεν την επάρκεια των παροχών, χωρίς όμως να πλήττει το παραγόμενο εισόδημα υπέρμετρα σε σχέση προς τον σκοπό της διασφάλισης εισοδήματος μετά το πέρας του εργασιακού βίου.
στ. Η υπαγωγή στην ασφάλιση μισθωτών και μη μισθωτών, δηλαδή κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος, σε ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, επειδή επιφυλάσσει ενιαία μεταχείριση σε πρόσωπα που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
 
 
Ασφαλιζόμενη Μισθωτή Εργασία vs. Μη Μισθωτή Εργασία
 
Υπό αυτό το πρίσμα το Δικαστήριο δέχεται ότι τόσο η ασφαλιζόμενη μισθωτή εργασία όσο και τα ασφαλιζόμενα επαγγέλματα συμβάλλουν με το ίδιο ποσοστό εισφοράς (20%) επί του εισοδήματος που παράγουν, όμως την ασφαλιστική παροχή οι μη μισθωτοί την αποκτούν έχοντας καταβάλει το σύνολο της εισφοράς επί του εισοδήματος που πραγματοποιούν από το επάγγελμά τους, ενώ οι μισθωτοί αποκτούν την ίδια παροχή έχοντας καταβάλει εισφορά 6,67% επί των αποδοχών τους από την εργασία τους, καθώς το υπόλοιπο της εισφοράς (13,33%) βαρύνει τους εργοδότες τους.
Συνεπώς, οι μη μισθωτοί, που δεν έχουν εργοδότη βαρυνόμενο με τμήμα της δικής τους εισφοράς, καταβάλλουν τριπλάσιο μέρος του εισοδήματός τους ως αντιπαροχή για την πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και την απόληψη της ίδιας παροχής σε σχέση με τους μισθωτούς και, μάλιστα, χωρίς το ύψος των καταβληθεισών εισφορών τους να συνδιαμορφώνει το ύψος της ασφαλιστικής παροχής όπως στο σύστημα καθορισμένων εισφορών.
 
 
Εναλλακτικές νομοθετικές επιλογές
 
Ως γνωστόν ο Ν. 4387/2016 ακολουθεί τη λογική της ενιαίας ρύθμισης εισφορών και παροχών, ανεξάρτητα από το αν κάποιος είναι μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος. Άρα το κρίσιμο ερώτημα που καλείται να απαντήσει σήμερα ο νομοθέτης είναι αν θα δημιουργηθούν δύο διακριτά καθεστώτα εντός του ΕΦΚΑ (ένα για μισθωτούς και δημοσίους υπαλλήλους και ένα για αυτοτελώς απασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες, με διαφορετικές εισφορές και συντάξεις για κάθε κατηγορία) ή αν θα παραμείνει ένας ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, με βάση όμως όχι τις αποδοχές αλλά τις καταβληθείσες εισφορές και με διαφορετικό για κάθε κατηγορία τρόπο υπολογισμού των εισφορών.
Από τα εναλλακτικά σενάρια που μπορούν να υποστηριχθούν για τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών, το πρώτο είναι να διατηρηθεί το μοντέλο του Ν. 4387/2016 και να τροποποιηθεί το ποσοστό επί του εισοδήματος, το οποίο θα έπρεπε να είναι κατά τη γνώμη μου, με βάση τη νέα νομολογία κατώτερο του 13%.
Ένα δεύτερο σενάριο θα ήταν να υιοθετηθούν ασφαλιστικές κλάσεις με σταθερές εισφορές είτε βάσει του χρόνου άσκησης επαγγέλματος, επιστρέφοντας στο παλιό μοντέλο, είτε βάσει ενός μεικτού συστήματος υπολογισμού των εισφορών, που θα συνδύαζε τόσο τον χρόνο άσκησης επαγγέλματος όσο και το εισόδημα.
Ένα τρίτο σενάριο μπορεί να βασίζεται σε σταθερές εισφορές που θα υπολογίζονται σε τεκμαρτή βάση, παρέχοντας ταυτόχρονα δικαίωμα ελεύθερης επιλογής στους ασφαλισμένους.
Ένα επιχείρημα υπέρ της διατήρησης του εισοδήματος ως βάσης υπολογισμού των εισφορών, είτε κατά το σύστημα του Ν. 4387/2016 είτε ακολουθώντας εισοδηματικές κλίμακες, θα ήταν ότι εμφανίζεται πιο δίκαιο. Από την άλλη πλευρά, όμως, αφενός παρουσιάζει αρκετά προβλήματα εφαρμογής στην πράξη και διοικητικής διαχείρισης από τον ΕΦΚΑ, ιδίως όσον αφορά την εκκαθάριση, αφετέρου συνδέεται με τη διόγκωση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.
Σημειωτέον, σήμερα ο ένας στους τρεις δικηγόρους είναι οφειλέτης εισφορών και περίπου 13.300 δικηγόροι αιτήθηκαν 120 δόσεις. Άρα ενδεχομένως ένα απλούστατο σύστημα, όπως αυτό που περιγράφεται στο τρίτο σενάριο, να έχει πλεονεκτήματα ως προς την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.
Ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα είναι με ποιο τρόπο και σε ποιο ύψος θα υπολογιστεί η κατώτατη εισφορά και, σε περίπτωση που επιλεγούν οι ασφαλιστικές κλάσεις, αν θα αποσυνδεθεί η κατώτατη κλάση από τον κατώτατο μισθό. Η γνώμη μου είναι ότι θα πρέπει να υπάρξει αποσύνδεση.