Εφημερίδα “Τα Νέα”, 1/12/2012
Αν και το Σύνταγμα επιτάσσει ρητά ότι τα πολιτικά κόμματα οφείλουν με την οργάνωση και τη δράση τους να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ωστόσο δεν προβλέπει κυρώσεις όπως η θέση εκτός νόμου όσων κομμάτων δρουν κατά τρόπο μη συμβατό προς τις αρχές του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Ακόμη, όμως, και αν μια τέτοια κύρωση ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα, η εμπειρία άλλων κρατών, όπως της Γερμανίας, έχει αποδείξει ότι η απαγόρευση ενός κόμματος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την εξαφάνισή του. Αντιθέτως, ενδέχεται όχι μόνο να επανεμφανιστεί με διαφορετικό όνομα και οργανωτικό μανδύα, αλλά και να δημιουργήσει έναν μύθο του «απαγορευμένου», του κατατρεγμένου, άρα του κατεξοχήν εκφραστή των αντισυστημικών τάσεων που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε περιόδους οικονομικής και θεσμικής κρίσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και η Χρυσή Αυγή επενδύει στη γοητεία του μόνου «γνήσιου» αντιπάλου των φθαρμένων κομμάτων της Μεταπολίτευσης, προβάλλοντας επίσης επίμονα την περιορισμένη προβολή της από τα «διαπλεκόμενα» με την πολιτική εξουσία ΜΜΕ.
Ωστόσο, η ελληνική Πολιτεία διαθέτει το θεσμικό οπλοστάσιο για να αντιμετωπίσει την έκνομη δράση ακραίων κομμάτων. Σε πληθώρα διατάξεων του Ποινικού Κώδικα υπάρχει έρεισμα για την άσκηση δίωξης εναντίον κομμάτων που στην πράξη λειτουργούν ως προκάλυψη εγκληματικών οργανώσεων, τα μέλη των οποίων προβαίνουν βάσει σχεδίου και κατ’ εξακολούθηση στη διάπραξη κακουργηματικών πράξεων ή πλημμελημάτων.
Τη σημαντικότερη δικλίδα ασφαλείας έναντι της Χρυσής Αυγής συνιστούν πάντως η ενδυνάμωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η αντιστροφή της εύλογης δυσθυμίας των πολιτών για τον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα. Η λογική των απαγορεύσεων είναι δείγμα αδυναμίας της δημοκρατίας. Η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος πρέπει να βασίζεται στην απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας, ιδίως όμως στη νομιμοποίηση των κρατούντων και στην κάθαρση από τις πολιτικές παρεκκλίσεις που παράγει η «συστημική» παράγκα.