Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 10/1/2012
Οι πολιτικοί απαξιώνονται. Η κοινωνία έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στην πολιτική τάξη. Ο λόγος που εκφέρεται από τους πολιτικούς ελάχιστα συνεγείρει πλέον τους πολίτες. Η πολιτική ταυτίζεται στη συλλογική συνείδηση με τη διαφθορά, την εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων, τις αθέμιτες συναλλαγές, την αναποτελεσματική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η αξιολόγηση των πολιτικών κομμάτων εμφανίζεται αρνητική στους δείκτες θεσμικής αξιοπιστίας. Η συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες και, ευρύτερα, στις συλλογικές δράσεις συρρικνώνεται.
Η οικονομική κρίση δεν αποτελεί τη βασική αιτία αποδυνάμωσης της πολιτικής. Άλλωστε, το φαινόμενο δεν είναι νέο. Το 2001 η Ελλάδα μόλις είχε γίνει μέλος της ΟΝΕ, οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας ήταν οι υψηλότεροι στην Ευρώπη και η Ολυμπιάδα κυοφορούσε τα μεγάλα έργα. Όμως, στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η πολιτική τάξη αποφάσισε, με ευρύτατη συναίνεση, να εκχωρήσει σε ανεξάρτητες αρχές σημαντικές αρμοδιότητες σε μια σειρά πεδίων κρατικής δράσης, αναγνωρίζοντας ευθέως ότι οι πολιτικοί όφειλαν να υποκλιθούν στους τεχνοκράτες. Κατ’ ουσίαν υπονοούνταν ότι η πολιτική νομιμοποίηση υποχωρούσε μπροστά στην τεχνοκρατική νομιμοποίηση, ως συνέπεια όχι τόσο της αναποτελεσματικότητας των πολιτικών όσο της εξάρτησής τους από ποικιλώνυμα ιδιωτικά κέντρα οικονομικής ισχύος.
Τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε η πολιτική δεν σταμάτησε να υποχωρεί. Πολιτικά σκάνδαλα συνέχισαν να αποκαλύπτονται, μένοντας κατά κανόνα ατιμώρητα, αδικαιολόγητα προνόμια πολιτικών προσώπων έλαβαν δημοσιότητα, οι επιπτώσεις των πελατειακών πρακτικών διογκώθηκαν. Η πολιτική τάξη συνέχισε να επιδιώκει με ποικίλους τρόπους την ενίσχυση της τεχνοκρατικής της νομιμοποίησης, επιτυγχάνοντας όμως έτσι να αποδυναμώσει περαιτέρω την ίδια τη λογική της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Ένα παράδειγμα αυτής της συμπτωματολογίας υπήρξε η απόφαση να προκηρυχθούν το 2009 από την κυβέρνηση Παπανδρέου οι θέσεις των γενικών και ειδικών γραμματέων υπουργείων με δήθεν τεχνοκρατικά κριτήρια. Η διαδικασία αυτή κατέληξε σε παρωδία. Ένα άλλο σύμπτωμα υπήρξε η ανάλωση συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου στην παρουσίαση τεχνοκρατικού τύπου αναλύσεων, υποβαθμίζοντας τον πολιτικό διάλογο.
Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης, της πλήρους κατάρρευσης του κυβερνητικού συντονισμού και της διεθνούς λοιδορίας, μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης διεξαγωγής δημοψηφίσματος, η αναζήτηση πρωθυπουργού με τεχνοκρατική και όχι πολιτική προέλευση αποτέλεσε μια μάλλον φυσική προέκταση της διαρκούς διολίσθησης της πολιτικής. Στην Ιταλία η επιλογή ενός τεχνοκράτη πρωθυπουργού υπήρξε επίσης συνέπεια του ευτελισμού της πολιτικής από το φαινόμενο Μπερλουσκόνι. Η πολιτική υποχωρεί, ο τεχνοκρατικός λόγος ενδυναμώνεται. Η διαδικασία αυτή αποκαλύπτει, ωστόσο, τον σταδιακό εκφυλισμό των δημοκρατικών θεσμών. Αν δεν επιστρέψει η πολιτική στο προσκήνιο, με νέο λόγο και πρόσωπα, τότε αργά ή γρήγορα θα αμφισβητηθεί αναπόφευκτα η ουσία και η αξία της δημοκρατίας.