Τα Νέα, 01/10/19
Οι εντεινόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές έχουν προκαλέσει πανικό στο πολιτικό-διοικητικό σύστημα της χώρας. Η ανεπάρκεια των δομών και των δημόσιων πολιτικών είναι αδικαιολόγητη, πέντε και πλέον χρόνια μετά την εκδήλωση του προσφυγικού. Η αμηχανία του κράτους στη διαχείρισή του επιβεβαιώνει τις παθογένειες των διοικητικών μηχανισμών, αλλά και την έλλειψη πολιτικής κατεύθυνσης. Παράλληλα, επισημαίνεται η χαμηλή απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και η κακοδιαχείριση των διατιθέμενων πόρων.
Τα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης προσφύγων, τα αποκαλούμενα «hotspots», παραμένουν υπερπλήρη και οι συνθήκες διαβίωσης χαρακτηρίζονται ως εξευτελιστικές. Η σωματική και ψυχική υγεία των διαβιούντων εκτίθεται σε κίνδυνο, ιδίως των ευάλωτων ομάδων και προσώπων. Τα περιστατικά σεξουαλικής βίας κατά γυναικών και παιδιών είναι καθημερινά.
Ακόμη και για τα ασυνόδευτα παιδιά που φτάνουν στη χώρα, οι συνθήκες υποδοχής κρίνονται ως εντελώς ακατάλληλες. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα έχει καταδικαστεί επανειλημμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τις εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων στα αστυνομικά τμήματα, καθώς και για την παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη εξαιτίας της στέρησης του δικαιώματος επικοινωνίας με δικηγόρο και της αλυσιτελούς διαδικασίας απονομής ασύλου.
Ο αριθμός των εισερχόμενων προσφύγων και μεταναστών δεν είναι τόσο υψηλός όσο διατείνονται οι ξενοφοβικές φωνές, αν συγκριθεί με τις αφίξεις σε άλλες χώρες. Ωστόσο το πρόβλημα εκδηλώνεται με τέτοια ένταση, ιδίως τις περιόδους που πυκνώνουν οι ροές, ακριβώς επειδή διαπιστώνεται ένα διαχρονικό οργανωτικοδιοικητικό έλλειμμα, καθώς και η απουσία αποκρυσταλλωμένης πολιτικής αντίληψης για το προσφυγικό.
Η υποδοχή, η φιλοξενία και η διαδικασία χορήγησης ασύλου συνιστούν τις ορατές πτυχές του ζητήματος. Όμως το βαθύτερο ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολεί την πολιτική τάξη είναι πώς θα διαμορφωθεί ένα συνεκτικό σχέδιο ένταξης των προσφύγων. Στο πλαίσιο αυτό, η εξαγγελθείσα κατάργηση του δεύτερου βαθμού στη διαδικασία ασύλου από την κυβέρνηση δεν κινείται σε ορθή κατεύθυνση και ενδέχεται να προκαλέσει νέες καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η επιτάχυνση των διαδικασιών δεν είναι ανεκτό να επιδιώκεται εις βάρος κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως εν προκειμένω το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Από την άλλη πλευρά, η δημιουργία νέων κέντρων φιλοξενίας στην ηπειρωτική Ελλάδα εξυπηρετεί μεν την αποσυμφόρηση των νησιών, αλλά θα έπρεπε να συνοδεύεται από τη διασφάλιση υλικών και νομικών παροχών, όπως εκπαίδευση, περίθαλψη και νομική συνδρομή των προσφύγων και, ευρύτερα, μέριμνα για την αποδοχή τους από τις τοπικές κοινωνίες. Επιβεβλημένη είναι, επίσης, η αναθεώρηση της διαδικασίας χρηματοδότησης και αξιολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών από φορείς που εμπλέκονται στο προσφυγικό.
Οι προσφυγικές ροές προκαλούν οξύτατες αντιπαραθέσεις στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το προσφυγικό συναρτάται με έναν ευρύτερο διάλογο για την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Εθνικολαϊκιστικές και ξενοφοβικές θέσεις δεν προβάλουν μόνο η απροκάλυπτα ρατσιστική Άκρα Δεξιά ή τα νεοσυντηρητικά κόμματα, αλλά και πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται σε άλλους πολιτικούς χώρους.
Οι απαντήσεις στο ταυτοτικό ζήτημα είναι σύνθετες, όμως δεν μπορούν να αγνοήσουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ούτε να εθελοτυφλούν ως προς το αίτημα επανεξέτασης των δικαιωμάτων που συνδέονται αποκλειστικά με την ιδιότητα του πολίτη. Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η ασφάλεια των ανθρώπων στις χώρες προέλευσής τους είναι ένας αισιόδοξος στόχος. Ωστόσο η ένταξη και η ενσωμάτωση των προσφύγων θα πρέπει να αποτελέσει μία επεξεργασμένη εναλλακτική.