Τα Νέα, 14/02/19
Είναι προφανές ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μία εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Όμως, όσα συμβαίνουν τα δύο τελευταία εικοσιτετράωρα τείνουν να μετατρέψουν την αναθεωρητική διαδικασία από προαναγγελθείσα αποτυχία σε θεσμική κωμωδία.
Η στιγμή που επέλεξε ο πρωθυπουργός να κινήσει τη διαδικασία ήταν απρόσφορη. Η χώρα είχε ήδη μπει σε μια πολύπλοκη και πολωμένη προεκλογική περίοδο ενόψει των αυτοδιοικητικών, ευρωβουλευτικών και βουλευτικών εκλογών του 2019. Ταυτόχρονα, εύλογο ήταν το ερώτημα αν η προεκλογική περίοδος θα συνοδευθεί από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα ήταν αμφίβολο αν μπορεί να διεξαχθεί μια εποικοδομητική συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Παρ’ όλα αυτά, ο διάλογος στην Επιτροπή Αναθεώρησης ήταν πιο ήπιος και εποικοδομητικός από ό,τι προβλεπόταν. Ο ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε δύο από τις αναθεωρητικές προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας και η Νέα Δημοκρατία στήριξε πέντε σημαντικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 32 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και το άρθρο 86 που αφορά τη διαδικασία δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης. Αυτή η απρόσμενη συναίνεση ανέδειξε όμως σε όλη της την έκταση την εργαλειοποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, καθώς και τη βαθιά δυσπιστία μεταξύ όλων των κομμάτων της παρούσας Βουλής.
Η ξαφνική προθυμία της Νέας Δημοκρατίας να στηρίξει τις συγκεκριμένες προτάσεις όχι μόνο δεν προκάλεσε θετική αντίδραση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αποκάλυψε πανικό και ηττοπάθεια. Πανικό από την άποψη ότι η υπερψήφιση των προτάσεων αυτών από τα δύο μεγάλα κόμματα θα δώσει τη δυνατότητα στην επόμενη Βουλή με πλειοψηφία 151 βουλευτών να τροποποιήσει τις επίμαχες διατάξεις χωρίς να αναζητηθούν ευρύτερες συναινέσεις ως προς το περιεχόμενό τους. Ηττοπάθεια υπό την έννοια ότι φάνηκε να προεξοφλείται η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις ερχόμενες εκλογές.
Ακριβώς με αυτό το σκεπτικό επιχείρησε επίμονα ο ΣΥΡΙΖΑ να θεμελιώσει την αντίληψη ότι οι κατευθύνσεις των προτάσεων της παρούσας Βουλής δεσμεύουν την επόμενη Βουλή. Πίσω από αυτή τη λογική λανθάνει η ηττοπαθής προδιάθεση ότι στην επόμενη Βουλή δεν θα διαθέτει την πλειοψηφία προκειμένου να ελέγξει το αναθεωρητικό εγχείρημα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η αναθεώρηση δεν αποτελεί μόνο ένα επικοινωνιακό μέσο προβολής ενός δήθεν μεταρρυθμιστικού προσώπου. Ταυτόχρονα, όπως έχει παραδεχθεί σε ανύποπτο χρόνο ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας, χρησιμοποιείται ως μέσο για να αποτραπεί τα επόμενα χρόνια ένα αναθεωρητικό εγχείρημα με άλλη πατρότητα, αυτή των πολιτικών του αντιπάλων. Και τούτο επειδή η ολοκλήρωση μιας αναθεώρησης συνεπάγεται ότι απαιτείται να παρέλθει μία πενταετία για να ξεκινήσει ένα νέο αναθεωρητικό εγχείρημα.
Από την άλλη πλευρά για τη Νέα Δημοκρατία προτεραιότητα έχει να τροποποιηθεί η διαδικασία της προεδρικής εκλογής προκειμένου να μην κινδυνεύσει από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών τον ερχόμενο Ιανουάριο η Κυβέρνησή που προεξοφλεί ότι θα σχηματίσει μετά τις βουλευτικές εκλογές. Αν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν στηρίξει την ίδια του την πρόταση για τροποποίηση του επίμαχου άρθρου 32, θα πρόκειται για μία πρωτοφανή διακωμώδηση της αναθεωρητικής διαδικασίας.