Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 17/7/2012

Η θέση του δικαστή μπροστά στις περιοριστικές πολιτικές δεν είναι απλή. Το ερώτημα εάν έχει την ισχύ, το σθένος και τη νομιμοποίηση να ανατρέψει κοινοβουλευτικές αποφάσεις που συνοδεύουν διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας έναντι των δανειστών, με ευρύτατες συνέπειες για το μέλλον μίας χώρας, δεν μπορεί να απαντηθεί με προσφυγή στις παραδοσιακές θεωρίες της συνταγματικής επιστήμης. Ο ρόλος του δικαστή συνίσταται στην προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων από παραβιάσεις της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Όμως η ερμηνεία και εφαρμογή των δικαιωμάτων φαίνεται να επηρεάζεται, ρητά αλλά συνήθως με λανθάνοντα τρόπο, από τις έκτακτες συνθήκες και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας έκρινε πριν από 3 χρόνια αντισυνταγματική σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων στο πλαίσιο της υπαγωγής της χώρας σε δανεισμό από το ΔΝΤ, πολλοί θεώρησαν ότι ο δικαστής μπορεί να υπερασπιστεί τη συνταγματική νομιμότητα. Οι αντίπαλοι του Μνημονίου στην Ελλάδα έκαναν σημαία τη λετονική νομολογία. Ίσως αγνοούσαν ότι τα σκληρά περιοριστικά μέτρα τελικά εφαρμόστηκαν, οι Λετονοί δικαστές «τιμωρήθηκαν» με βίαιες μισθολογικές περικοπές, περίπου 25% του ενεργού πληθυσμού μετανάστευσε, ενώ η χώρα προβάλλεται από τη Τρόικα ως πρότυπο συμμόρφωσης στους νεοφιλελεύθερους πειραματισμούς του ΔΝΤ και ως παράδειγμα προς μίμηση για την Ελλάδα! Οι δικαστές δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, την έξαρση της ακραίας φτώχειας και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Πριν από λίγες μέρες το Ειρηνοδικείο Αθηνών εξέδωσε μία καλογραμμένη απόφαση, αντίθετη προς την αντίστοιχη περί Μνημονίου απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας αντισυνταγματικό το Μνημόνιο ως προς τις οριζόντιες μισθολογικές περικοπές. Σχεδόν ταυτόχρονα το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πορτογαλίας έκρινε αντισυνταγματική την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού. Πρόκειται για μία εντυπωσιακή «επιστροφή» των δικαστών, που κάποιοι βιάστηκαν να θεωρήσουν ως προπομπό ανατροπής της εφαρμοστικής των δανειακών συμβάσεων νομοθεσίας.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Στην Πορτογαλία το Συνταγματικό Δικαστήριο έσωσε μεν την «αξιοπρέπειά» του, αφού επί 2 χρόνια κατηγορούνταν ότι παραμένει απλός θεατής μπροστά στις πολιτικές λιτότητας, αλλά δεν ανέτρεψε το συνολικό πλέγμα των παρεμβάσεων που επέβαλε η δανειακή σύμβαση, περιοριζόμενο απλώς σε ένα ζήτημα που προκάλεσε ιδιαίτερη κοινωνική αποδοκιμασία. Στην Ελλάδα, όλοι γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να περάσει «αλώβητη» από τον Άρειο Πάγο η απόφαση του Ειρηνοδικείου είναι περιορισμένες.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι ο δικαστής αντιστέκεται στην υποβάθμισή του σε παρατηρητή των νομοθετικών επιλογών συνιστά μία σημαντική εξέλιξη. Ήδη σε κάποιες αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές επιμέρους ρυθμίσεις, όπως τη διακοπή ηλεκτροδότησης λόγω μη καταβολής του έκτακτου φόρου ακίνητης περιουσίας. Η κυριότερη συνέπεια της επιστροφής των δικαστών είναι πάντως ότι ο νομοθέτης εμπεδώνει σταδιακά την υποχρέωσή του όταν θεσπίζει περιοριστικά μέτρα να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις συνταγματικές επιταγές.