ΤΟ ΒΗΜΑ, 06.03.2022
Ο τίτλος του βιβλίου αιφνιδιάζει: «Ο βαθμός απελπισίας» είναι η απάντηση μιας νέας εργαζόμενης στο ερώτημα ποιον θεωρεί ως τον καθοριστικότερο παράγοντα για να βρει κάποιος εργασία σήμερα: «Όταν έχεις πολύ καιρό να βρεις κάποια δουλειά, τα έξοδα τρέχουν…Κάνεις τα πάντα. Δεν είσαι επιλεκτικός». Η απελπισία του ανέργου και του επισφαλούς εργαζόμενου, που τον αναγκάζει να δεχθεί όποια απασχόληση του προσφερθεί χωρίς να μπορεί να διαπραγματευθεί τους όρους, δεν αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση αλλά περιγράφει με ακρίβεια την εμπειρία, την ψυχική κατάσταση και τη στάση των νέων για την αγορά εργασίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Η ανεργία, ιδίως η μακροχρόνια, αποτελεί μια συνθήκη που πλήττει τον πυρήνα της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και οδηγεί στην αποδοχή της αδήλωτης, της επισφαλούς, της υποαμειβόμενης ή ακόμη και της επικίνδυνης εργασίας. Η επαναλαμβανόμενη μετάβαση από την απελπισία του ανέργου στην οδύνη του επισφαλώς εργαζόμενου προσβάλλει την προσωπικότητα των νέων ανθρώπων με σύνθετες επιπτώσεις στις αντιλήψεις τους για την αγορά εργασίας, το εκπαιδευτικό σύστημα και την πολιτική τάξη. Η επίμονη εργασιακή επισφάλεια και η συνακόλουθη κοινωνική ευαλωτότητα των εργαζόμενων προκαλούν μία μείζονα κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τη δημογραφική και την πολιτική τους συμπεριφορά.
Τίποτα δεν είναι τόσο ανυπόφορο στον άνθρωπο, γράφει ο Πασκάλ, όσο μία συνθήκη χωρίς πάθη, χωρίς δουλειά, χωρίς καμία ασχολία, χωρίς καμία διασκέδαση. «Νιώθει τότε την ασημαντότητά του, τον εκμηδενισμό του, τη μηδαμινότητά του, την ανεπάρκειά του, και αμέσως θα τον καταλάβουν η πλήξη και η απελπισία». Εξίσου οδυνηρή είναι η γενικευμένη, καθημερινή ανασφάλεια των εργαζόμενων ως προς την επιβίωσή τους, καθώς οι διακυμάνσεις στις απολαβές και το εργασιακό περιβάλλον εντείνουν την επισφάλεια. Η αγωνία για την περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου συνοδεύεται από την υποταγή σε παράνομες ή εξευτελιστικές εργασιακές πρακτικές, κρίσεις πανικού, την ανοχή απέναντι στην παραβίαση βασικών δικαιωμάτων.
Η επιστημονική και πολιτική συζήτηση για τους ανθρώπους που βιώνουν διαρκή ανασφάλεια ως προς τη διατήρηση της απασχόλησης και ενός σταθερού επιπέδου διαβίωσης δεν είναι νέα. Τα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται σε μία παρατεταμένη περίοδο επισφάλειας διευρυνθήκαν σε όλη την Ευρώπη μετά την οικονομική κρίση του 2009, υπαγόμενα στον νεολογισμό «πρεκαριάτο». Ωστόσο αυτό που απουσίαζε από την ελληνική βιβλιογραφία ήταν η εμπειρική έρευνα των χαρακτηριστικών, της μορφής και των επιπτώσεων της επισφάλειας στην Ελλάδα. Αυτό το κενό καλύπτει με μοναδικό τρόπο το βιβλίο. Με βάση τα ερευνητικά δεδομένα που επεξεργάστηκαν, οι συγγραφείς προτείνουν ένα στέρεο σχήμα κατανόησης και εξήγησης του φαινομένου της εργασιακής επισφάλειας .
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύονται οι έννοιες και οι θεωρητικές προκείμενες της επισφαλούς εργασίας, της ευαλωτότητας, της απασχολησιμότητας και της κοινωνικής ευπάθειας υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης και πανδημίας. Όπως επισημαίνεται, «οι αρνητικές επιπτώσεις του πρόωρου αποκλεισμού από την αγορά εργασίας δεν περιορίζονται μόνο στα αρχικά στάδια του εργασιακού βίου, αλλά εκτείνονται και στα μελλοντικά, καθώς υπονομεύουν τις ευκαιρίες ζωής εκβάλλοντας ενίοτε σε κοινωνική ευαλωτότητα». Με τους μετασχηματισμούς της αγοράς εργασίας αλλάζει παράλληλα το «κατώφλι της οδύνης», εκτοξεύοντας τη νεανική ανεργία και εντείνοντας την κοινωνική ευπάθεια κατά την περίοδο των κρίσεων.
Στο δεύτερο και το τρίτο μέρος παρουσιάζονται η μεθοδολογική στρατηγική της ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας και, εν συνεχεία, οι μεταβολές της αγοράς εργασίας την περίοδο 2009-2021. Όπως αποδεικνύεται, οι συνθήκες απασχόλησης και εισοδήματος επιδεινωθήκαν στην Ελλάδα στη δεύτερη φάση της πανδημίας, από το τρίτο τρίμηνο του 2020 μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2021, σημειώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά υποτονικότητας της αγοράς εργασίας στην ΕΕ, μαζί με την Ισπανία, για το σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Στο εκτενές τέταρτο μέρος αναλύονται τα κύρια ευρήματα της πρωτογενούς ποιοτικής έρευνας, περιλαμβάνοντας χαρακτηριστικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις με νέους ανθρώπους, που περιγράφουν τα βιώματα και τη στάση τους απέναντι στην εξαρθρωμένη αγορά εργασίας. Αδήλωτη υπερεργασία, απολαβές στα όρια της φτώχειας, καταχρηστικές πρακτικές, εργασιακό bullying, ανασφάλεια, δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα, που συμπυκνώνονται σε απαντήσεις όπως «σπαταλάω ένα οκτάωρο για να παίρνω έναν πολύ χαμηλό μισθό, που δεν μου επιτρέπει να κάνω τίποτα περισσότερο από το να επιβιώσω».
Στο έργο αναδεικνύεται και τεκμηριώνεται η «κανονικοποίηση» των μορφών επισφαλούς εργασίας με ποσοτικά στοιχεία και με τον βιωματικό λόγο νέων ανθρώπων. Οι απονευρωμένες εργασιακές σχέσεις και το ελλειμματικό κράτος πρόνοιας διαρρηγνύουν την κοινωνική συνοχή και εμπλέκουν τη «γενιά της κρίσης» σε έναν φαύλο κύκλο κοινωνικής ευπάθειας. Το βιβλίο κλείνει με προτάσεις πολιτικής για την αγορά εργασίας και την κοινωνική προστασία. Ένα κείμενο πολύτιμο για τον ερευνητή και τον σχεδιαστή των πολιτικών απασχόλησης, αλλά και γροθιά στο στομάχι κάθε ενδιαφερόμενου για την εργασιακή πραγματικότητα στην Ελλάδα.