Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 11/03/2008

Η ελληνική κοινωνία έχει προ πολλού εισέλθει στην εποχή της ανασφάλειας. Σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων ερευνών, περίπου το 1/3 των Ελλήνων ζει σήμερα με λιγότερα από 480 ευρώ μηνιαίως. Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερα απ ό,τι στις επίσημες στατιστικές. Ο αριθμός των απόρων και των αστέγων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι αυτοκτονίες, ιδίως στην πιο παραγωγική ηλικιακή κλίμακα 25-45. Επιπλέον, ακόμη και για οικογένειες με εισόδημα υψηλότερο από τα όρια της φτώχειας, ένα πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους τους θεωρείται πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει σήμερα περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνταν αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι ο κόσμος των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων και των φτωχών, που απαρτίζουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας. Άνθρωποι που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή ακόμη και αν δεν ανήκουν στους λεγόμενους «απόλυτα φτωχούς», ωστόσο τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, συχνά αποκρύπτοντάς το για να αποφύγουν τον «κοινωνικό στιγματισμό». Στην πραγματικότητα αυτό που αποκλήθηκε «κοινωνία των 2/3» αποτελεί λοιπόν μια κοινωνία του 1/2. Πρόκειται για μια βαθιά ανασφάλεια που διακατέχει ακόμη και υψηλόμισθους εργαζομένους ως προς το εργασιακό τους μέλλον, αλλά και για την αγωνία των νέων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, διαθέτοντας συχνά τίτλους σπουδών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.
Δεν προκαλούν ασφαλώς έκπληξη η δυσπιστία και η απογοήτευση που εκφράζονται από την πλειονότητα των Ελλήνων απέναντι στον ρόλο του κράτους, αφού δεν αισθάνονται ότι η πολιτεία πρόκειται να τους προστατεύσει από τους κοινωνικούς κινδύνους που τους απειλούν. Στην εκτίμησή τους αυτή οι Έλληνες δεν σφάλλουν. Επιβεβαιώνονται από επιστημονικές μελέτες, αλλά και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομίας, που παραδέχεται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι παρ όλο που οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονται στο 26% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο και ο μέσος όρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο το κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα φάντασμα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού χαρακτηρίζονται ως ατελέσφορες ή ανεπαρκείς, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας χαμηλό και η πρόσβαση σε αυτές εξαιρετικά χρονοβόρα, δαπανηρή και συχνά «διαμεσολαβημένη».
Για το ήμισυ, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας η εμπιστοσύνη προς το κράτος και την πολιτική τάξη, αλλά και προς την «αόρατη χείρα» της αγοράς φαίνεται να έχει απολεσθεί. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική κοινωνική ευθύνη εκδηλώνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται συνήθως άμεσα αποτελέσματα για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που η υπερχρέωση των νοικοκυριών συνεχίζει να διογκώνεται. Όμως η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πέρα από τις κοινωνικές της επιπτώσεις, μπορεί να επιφέρει εκρηκτικές συνέπειες τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για την οικονομία.