Εφημερίδα “Έθνος”, 21/2/2017
Τις κατασκευαστικές ατέλειες της Ευρωζώνης έχουν αναδείξει τα τελευταία χρόνια αναλυτές που εκκινούν από εκ διαμέτρου αντίθετες οικονομικές σχολές και πολιτικές θέσεις. Ορισμένοι, όπως ο Αμερικανός νομπελίστας Γ. Στίγκλιτς και ο Γερμανός οικονομολόγος Χ. Β. Ζιν, δεν διστάζουν να υποστηρίξουν ευθέως ότι η νομισματική ένωση έχει αποτύχει και πρέπει να διαλυθεί, τουλάχιστον υπό την παρούσα μορφή. Αλλοι, όπως ο μαρξιστής πολιτικός επιστήμονας Κ. Οφε, θεωρούν ότι το κοινό νόμισμα δεν έπρεπε να έχει υπάρξει, όμως η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση θα ήταν καταστροφική.
Θρυαλλίδα για την κρίση της Ευρωζώνης αποτέλεσε η δημοσιονομική-χρηματοπιστωτική κρίση που μεταφέρθηκε το 2008 από τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποδείχθηκε ανέτοιμη να εφαρμόσει χωρίς καθυστέρηση εκείνες τις πολιτικές που θα επέτρεπαν την έξοδο από την κρίση. Αυτή η ανετοιμότητα συνδέεται με την αποτυχία εμβάθυνσης της πολιτικής και δημοσιονομικής ενοποίησης, που είχε ως ορόσημο την εγκατάλειψη του σχεδίου Ευρωπαϊκού Συντάγματος το 2005 μετά τα αρνητικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Από την έκβαση των δύο αυτών δημοψηφισμάτων οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν διδάχθηκαν τίποτα, κρίνοντας από το τσουνάμι δημοψηφισμάτων της τελευταίας διετίας, με κρισιμότερο αυτό που οδηγεί στο Brexit.
Στην Ελλάδα πολλοί, μεταξύ τους και ο σημερινός πρωθυπουργός, εσφαλμένα θεώρησαν ότι οι εταίροι μας στην Ευρωζώνη θα έσπευδαν ανεπιφύλακτα να συνδράμουν ένα υπερχρεωμένο κράτος-μέλος της, προκειμένου να μη λειτουργήσει ως πυροκροτητής κατάρρευσης του ευρώ. Στην πραγματικότητα, στοιχειώδης κατανόηση των συσχετισμών στην ευρωπαϊκή σκακιέρα θα επέτρεπε να γίνει αντιληπτό ότι η χώρα μας, ιδίως από τη στιγμή που προβλήθηκε ευρέως ως μια «μη μεταρρυθμίσιμη πολιτεία», λειτούργησε ως πεδίο μάχης μεταξύ διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών για το μέλλον της Ευρωζώνης.
Αυτό το θεμελιώδες σφάλμα των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων ενδέχεται να οδηγήσει τη χώρα σε πλήρη απομόνωση σε περίπτωση ριζικής αναδιάρθρωσης της Ευρωζώνης, μια εξέλιξη που δεν θεωρείται καθόλου απίθανη μετά τις ερχόμενες εθνικές εκλογές στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, δηλαδή σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία.