Εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”, 17/08/1998
Το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας βρίσκεται σε αποφασιστική καμπή. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι άνεργοι υπολογίζονται σήμερα σε 18 εκατομμύρια, ενώ 60 εκατομμύρια άτομα διαβιούν με πόρους κάτω από το όριο της φτώχειας.
Εκατό περίπου χρόνια από την ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη, η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προϋπόθεση και για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου, αποτελεί αναγκαίο όρο εν όψει των παγκόσμιων οικονομικών ανακατατάξεων. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η γεωμετρική αύξηση των κοινωνικών δαπανών σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, όπου η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τελεί σε αμφίδρομη σχέση με την αναγκαιότητα εξασφάλισης θέσεων εργασίας και αντιμετώπισης των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού, συνεπάγονται την αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης του κοινωνικού χώρου.
Το μεγάλο στοίχημα της δεκαετίας του ’90 δεν περιορίζεται μόνο στο κατά πόσο θα καταστεί δυνατή η επιβίωση του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους με βάση της ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, την εφαρμογή της αρχής της επιλεκτικότητας, την αναζήτηση νέων τεχνικών, οργάνωση της κοινωνικής προστασίας και τον εξορθολογισμό των κοινωνικών δαπανών. Ταυτόχρονα άπτεται του ζητήματος κατά πόσο το νέο αυτό πρότυπο κοινωνικού κράτους θα παρέχει επαρκή κάλυψη των κοινωνικών αναγκών ή, αντιθέτως, θα αποτελεί απλώς ένα κακέκτυπο κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι σύγχρονες τάσεις στην απασχόληση και την κοινωνική προστασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνίστανται αφενός στην αυξημένη ευελιξία στις αγορές εργασίας, με την ελαστικότητα στα ωράρια, τη μείωση του ελάχιστου ημερομισθίου για τους νεώτερους εργαζόμενους, την αποκέντρωση της διαδικασίας διαπραγματεύσεων και την απελευθέρωση των κανονισμών για τις προσλήψεις και τις απολύσεις και, αφετέρου, στην υιοθέτηση της αρχής της επιλεκτικότητας για την αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, με τη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων για τη χορήγηση παροχών και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα επιχειρείται η επιστροφή μέρους των ευθυνών του κράτους πρόνοιας σε κοινωνικούς φορείς και στον ιδιωτικό τομέα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η υλοποίηση των επιλεκτικών μορφών υποστήριξης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και των ευέλικτων μορφών εργασίας προσαρμόζεται στις ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των επιμέρους χωρών. Στο μέτρο που στόχο της ευρωπαϊκής πολιτικής δεν αποτελεί η εναρμόνιση, αλλά η σύγκλιση των εθνικών συστημάτων οργάνωσης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, η αναδιάρθρωση των μηχανισμών του κράτους πρόνοιας παρουσιάζει διαφορετικές όψεις στις χώρες μέλη. Από τη στιγμή, ωστόσο, που η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική βρίσκεται αντιμέτωπη με παρόμοια δομικά προβλήματα και κινείται πάνω σε κοινούς στόχους, οι κύριες συνιστώσες των μεταρρυθμιστικών τάσεων δεν απέχουν σημαντικά ανάμεσα στα κράτη μέλη. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα σημειώνονται σημαντικές ελλείψεις στην εναρμόνιση του θεσμικού και οργανωτικού της πλαισίου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις, καθώς και διοικητικές αδυναμίες κατά την απορρόφηση των κοινοτικών κοινωνικών πόρων και τον έλεγχο των εργασιακών συνθηκών.
Η σημερινή λειτουργία της κοινωνικής διοίκησης στην Ελλάδα συνδέεται με τους μηχανισμούς του πελατειακού κράτους. Η πολυδιάσπαση των ασφαλιστικών ταμείων και η πολυμορφία των ασφαλιστικών καθεστώτων έχει ως συνέπεια την αναποτελεσματικότητα και τις έντονες ανισότητες του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Η επιδότηση γενικευμένων κατηγοριών ατόμων με αδιαφανή κριτήρια, η άνιση μεταχείριση ασφαλιστικών ομάδων, η αποσύνδεση των κοινωνικών παροχών από συγκεκριμένους στόχους και επιδιωκτέες συμπεριφορές και η προσπάθεια διατήρησης του συστήματος με αποσπασματικά μέτρα εισπρακτικής λογικής, χωρίς ένα συνολικό σχέδιο ανασυγκρότησης του κοινωνικού, καθιστά το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας πεδίο μόνιμης πολιτικής διαμάχης και κοινωνικής απαξίας. Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις που έχουν εκπονηθεί συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ριζοσπαστικών αλλαγών στην οργάνωση και τη λειτουργία της κοινωνικής διοίκησης. Η εξεύρεση νέων πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος, η ενοποίηση των προϋποθέσεων ασφαλιστικής προστασίας και η κωδικοποίηση της σχετικής νομοθεσίας, η σταδιακή ομαδοποίηση ομοειδών Ταμείων, η διοικητική ενοποίηση των κλάδων ασθενείας των ασφαλιστικών Ταμείων και η σύνδεσή τους με το εθνικό σύστημα υγείας, η διασφάλιση της οργανωτικής αυτονομίας και της λειτουργικής αυτοτέλειας των Ταμείων, τέλος η εισαγωγή στοιχείων κεφαλαιοποιητικού συστήματος στον μηχανισμό χρηματοδότησης, αποτελούν μία σειρά μέτρων των οποίων η υλοποίηση απαιτεί, πέρα από τις αναγκαίες επιστημονικές προτάσεις, ένα πολιτικό σχέδιο βασισμένο στην ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση.
Εκατό περίπου χρόνια από την ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη, η διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προϋπόθεση και για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου, αποτελεί αναγκαίο όρο εν όψει των παγκόσμιων οικονομικών ανακατατάξεων. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η γεωμετρική αύξηση των κοινωνικών δαπανών σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, όπου η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τελεί σε αμφίδρομη σχέση με την αναγκαιότητα εξασφάλισης θέσεων εργασίας και αντιμετώπισης των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού, συνεπάγονται την αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης του κοινωνικού χώρου.
Το μεγάλο στοίχημα της δεκαετίας του ’90 δεν περιορίζεται μόνο στο κατά πόσο θα καταστεί δυνατή η επιβίωση του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους με βάση της ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, την εφαρμογή της αρχής της επιλεκτικότητας, την αναζήτηση νέων τεχνικών, οργάνωση της κοινωνικής προστασίας και τον εξορθολογισμό των κοινωνικών δαπανών. Ταυτόχρονα άπτεται του ζητήματος κατά πόσο το νέο αυτό πρότυπο κοινωνικού κράτους θα παρέχει επαρκή κάλυψη των κοινωνικών αναγκών ή, αντιθέτως, θα αποτελεί απλώς ένα κακέκτυπο κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι σύγχρονες τάσεις στην απασχόληση και την κοινωνική προστασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνίστανται αφενός στην αυξημένη ευελιξία στις αγορές εργασίας, με την ελαστικότητα στα ωράρια, τη μείωση του ελάχιστου ημερομισθίου για τους νεώτερους εργαζόμενους, την αποκέντρωση της διαδικασίας διαπραγματεύσεων και την απελευθέρωση των κανονισμών για τις προσλήψεις και τις απολύσεις και, αφετέρου, στην υιοθέτηση της αρχής της επιλεκτικότητας για την αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, με τη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων για τη χορήγηση παροχών και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα επιχειρείται η επιστροφή μέρους των ευθυνών του κράτους πρόνοιας σε κοινωνικούς φορείς και στον ιδιωτικό τομέα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η υλοποίηση των επιλεκτικών μορφών υποστήριξης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και των ευέλικτων μορφών εργασίας προσαρμόζεται στις ιστορικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των επιμέρους χωρών. Στο μέτρο που στόχο της ευρωπαϊκής πολιτικής δεν αποτελεί η εναρμόνιση, αλλά η σύγκλιση των εθνικών συστημάτων οργάνωσης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, η αναδιάρθρωση των μηχανισμών του κράτους πρόνοιας παρουσιάζει διαφορετικές όψεις στις χώρες μέλη. Από τη στιγμή, ωστόσο, που η ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική βρίσκεται αντιμέτωπη με παρόμοια δομικά προβλήματα και κινείται πάνω σε κοινούς στόχους, οι κύριες συνιστώσες των μεταρρυθμιστικών τάσεων δεν απέχουν σημαντικά ανάμεσα στα κράτη μέλη. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα σημειώνονται σημαντικές ελλείψεις στην εναρμόνιση του θεσμικού και οργανωτικού της πλαισίου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις, καθώς και διοικητικές αδυναμίες κατά την απορρόφηση των κοινοτικών κοινωνικών πόρων και τον έλεγχο των εργασιακών συνθηκών.
Η σημερινή λειτουργία της κοινωνικής διοίκησης στην Ελλάδα συνδέεται με τους μηχανισμούς του πελατειακού κράτους. Η πολυδιάσπαση των ασφαλιστικών ταμείων και η πολυμορφία των ασφαλιστικών καθεστώτων έχει ως συνέπεια την αναποτελεσματικότητα και τις έντονες ανισότητες του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Η επιδότηση γενικευμένων κατηγοριών ατόμων με αδιαφανή κριτήρια, η άνιση μεταχείριση ασφαλιστικών ομάδων, η αποσύνδεση των κοινωνικών παροχών από συγκεκριμένους στόχους και επιδιωκτέες συμπεριφορές και η προσπάθεια διατήρησης του συστήματος με αποσπασματικά μέτρα εισπρακτικής λογικής, χωρίς ένα συνολικό σχέδιο ανασυγκρότησης του κοινωνικού, καθιστά το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας πεδίο μόνιμης πολιτικής διαμάχης και κοινωνικής απαξίας. Οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις που έχουν εκπονηθεί συγκλίνουν στην αναγκαιότητα ριζοσπαστικών αλλαγών στην οργάνωση και τη λειτουργία της κοινωνικής διοίκησης. Η εξεύρεση νέων πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος, η ενοποίηση των προϋποθέσεων ασφαλιστικής προστασίας και η κωδικοποίηση της σχετικής νομοθεσίας, η σταδιακή ομαδοποίηση ομοειδών Ταμείων, η διοικητική ενοποίηση των κλάδων ασθενείας των ασφαλιστικών Ταμείων και η σύνδεσή τους με το εθνικό σύστημα υγείας, η διασφάλιση της οργανωτικής αυτονομίας και της λειτουργικής αυτοτέλειας των Ταμείων, τέλος η εισαγωγή στοιχείων κεφαλαιοποιητικού συστήματος στον μηχανισμό χρηματοδότησης, αποτελούν μία σειρά μέτρων των οποίων η υλοποίηση απαιτεί, πέρα από τις αναγκαίες επιστημονικές προτάσεις, ένα πολιτικό σχέδιο βασισμένο στην ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση.