Πρώτο Θέμα, 23/02/20
Η πολιτική είναι ταυτισμένη με τη σύγκρουση και η αντιπολίτευση με τη διαφωνία. Η περίοδος της κρίσης χαρακτηρίστηκε από την ακραία πολιτική αντιπαράθεση, στα όρια της (αντι)συστημικής ρήξης. Σε μια πρώτη φάση (2010-2014) το διακύβευμα ήταν τα δύο πρώτα Μνημόνια και οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές. Στη δεύτερη φάση (2015-2019), με ορόσημο την ψήφιση του τρίτου Μνηνονίου τον Αύγουστο του 2015, ο αντιπολιτευτικός λόγος μετατοπίστηκε στο πεδίο των δικαιοκρατικών θεσμών. Ωστόσο η τυπική έξοδος από τα Μνημόνια, παρά την αυστηρή εποπτεία που θα ακολουθεί τη χώρα για δεκαετίες, καθώς και η κυβερνητική εναλλαγή του 2019, σηματοδοτούν τη στροφή σε μια νέα εποχή, όπου ανεξάρτητα από τη διατήρηση του συγκρουσιακού αντιπολιτευτικού λόγου η πράξη αναδεικνύει σημαντικά πεδία συναίνεσης μεταξύ των κομματικών δρώντων .
Η στροφή αυτή συνοδεύεται από κρίσιμες μεταλλάξεις του κομματικού συστήματος. Η κυβερνώσα παράταξη επέλεξε ένα μετριοπαθή λόγο, συγκλίνοντας προς τον χώρο του πολιτικού Κέντρου, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση επιχειρεί μια πλήρη ιδεολογική και οργανωτική αναδιάταξη με σκοπό να μετατραπεί από κόμμα της ριζοσπαστικής-κινηματικής Αριστεράς σε πολυσυλλεκτικό κόμμα της Κεντροαριστεράς, με αναφορά στη Σοσιαλδημοκρατία. Παρότι ούτε η Νέα Δημοκρατία μπορεί να μεταμορφωθεί, χάρη στις επιλογές του αρχηγού της, σε Κεντρώο κόμμα, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ στη νέα Κεντροαριστερά, αμφότεροι έχουν προσελκύσει πληθώρα στελεχών και ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Αυτή η σύγκλιση, ορατή στη συγκρότηση του κυβερνητικού σχήματος και της ηγετικής ομάδας της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ανεξαρτήτως εάν είναι αληθής ή επίπλαστη, έχει οδηγήσει τους τελευταίους μήνες σε σημαντικές κοινοβουλευτικές συναινέσεις. Η αναθεώρηση του Συντάγματος, η ψήφος των αποδήμων, η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, οι επιλογές για την ηγεσία της δικαιοσύνης και αρκετές επιμέρους νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης υπερψηφίστηκαν με την κοινοβουλευτική στήριξη ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ ή ΝΔ-ΚΙΝΑΛ.
Οι προηγούμενες επισημάνσεις δεν οδηγούν ωστόσο σε ένα αβασάνιστο συμπέρασμα ότι έχει εξαλειφθεί σε επίπεδο πολιτικού λόγου η διάκριση Δεξιάς – Αριστεράς στη μεταμνημονιακή εποχή. Στα ζητήματα όπου η διάκριση αυτή αποτυπώνεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια, δηλαδή στις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική προστασία, η αντιπαράθεση θα παραμείνει σφοδρή, ακόμη και αν αυτό γίνεται προσχηματικά, όπως αποδεικνύουν τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά προς τις εργασιακές σχέσεις.
Το θέατρο της πολιτικής σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να παραμείνει ζωντανό, όμως έχει καταστεί πλέον προφανές ότι οι πολιτικές επιλογές είναι αυστηρά οριοθετημένες τόσο από την οικονομική-δημοσιονομική πραγματικότητα όσο και από την κόπωση-ωρίμανση των πολιτών ύστερα από δέκα χρόνια δοκιμασίας και διαψευσμένων προσδοκιών. Η πολιτική τάξη φαίνεται να αναγνωρίζει, εκούσα άκουσα, τη χρησιμότητα ή έστω την αναγκαιότητα της συνεργασίας, των αμοιβαίων υποχωρήσεων, των τακτικών κινήσεων συμβιβασμού και των διορθωτικών παρεμβάσεων στους θεσμούς και τις δημόσιες πολιτικές, στο πλαίσιο της νέας, μεταμνημονιακής κοινωνικής και πολιτικής σύνθήκης.
Πρόκειται για μία εκδοχή «μεταδημοκρατίας», όπου οι πολίτες έχουν απωλέσει το ενδιαφέρον για τα «μεγάλα σχέδια» και για τη συμμετοχή στα κοινά, ενώ τα πολιτικά κόμματα έχουν υποταχθεί στην κανονιστική δύναμη μιας πραγματικότητας χωρίς εναλλατικές; Ή, υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, η ελληνική κοινωνία έμμεσα επιβάλλει ως προτεραιότητα της πολιτικής τάξης να εξορθολογήσει χρόνιες παθογένειες αντί να σπαράσσεται για τη νομή της εξουσίας;