Syntagmawatch.gr, 26/2/2021
Μετά από έναν περίπου χρόνο, μία νομοθετική παρέμβαση και αλλεπάλληλες αποφάσεις διαφόρων οργάνων, η υπόθεση που ξεκίνησε με την γνωστή καταγγελία του Ολυμπιακού κατά των ΠΑΕ ΠΑΟΚ και Ξάνθης για παραβίαση των κανόνων περί πολυϊδιοκτησίας φαίνεται ότι έφτασε στο τέλος της με την πρόσφατη απαλλακτική απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ.
Αντικείμενο του παρόντος κειμένου δεν είναι ο σχολιασμός της τελευταίας αυτής απόφασης, η ορθότητα της οποίας, άλλωστε, πιθανότατα δεν θα ελεγχθεί ποτέ, λόγω της συμβατικής δέσμευσης των ΠΑΕ να μην προσφεύγουν στα δικαστήρια κατά των αποφάσεων των οργάνων του ποδοσφαίρου. Το ζήτημα που μας απασχολεί εδώ είναι η σοβαρή εκκρεμότητα που καταλείπεται για το μέλλον από την εν λόγω απόφαση, εκκρεμότητα η οποία δημιουργεί ένα κρίσιμο ευρύτερο νομικό ζήτημα, η σημασία του οποίου υπερβαίνει κατά πολύ αυτή καθαυτή τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ας δούμε λίγο αναλυτικότερα το ζήτημα:
Η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ) είναι ένα διοικητικό όργανο (θεωρούμενη μάλιστα «οιονεί ανεξάρτητη Αρχή»), αποτελώντας ουσιαστικά το μοναδικό όργανο μέσω του οποίου η Πολιτεία μπορεί να ασκεί έναν στοιχειώδη έλεγχο στον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού. Τον έλεγχο αυτόν επιβάλλουν κατ΄ αρχήν το Σύνταγμα (α 16), το οποίο προβλέπει την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του αθλητισμού από το κράτος, αλλά και άλλοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όπως η μη νόθευση του αθλητικού ανταγωνισμού, η ακεραιότητα των συναλλαγών και η συνακόλουθη προστασία των καταναλωτών (στοιχηματισμός) κλπ.
Εξετάζοντας την συγκεκριμένη υπόθεση, πριν από έναν περίπου χρόνο, η ΕΕΑ είχε κρίνει πως είχαν παραβιασθεί οι διατάξεις του νόμου που απαγορεύουν την πολυϊδιοκτησία στον επαγγελματικό αθλητισμό. Την απόφασή της δε αυτήν, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, την είχε αποστείλει στα αρμόδια όργανα του ποδοσφαίρου προκειμένου να επιβάλουν την προβλεπόμενη ποινή.
Τα όργανα του ποδοσφαίρου που επιλήφθηκαν τιμώρησαν τις δύο εμπλεκόμενες ΠΑΕ, συμμορφούμενα με την απόφασή της ΕΕΑ, κρίνοντας ότι δεσμεύονται πλήρως από αυτήν, σύμφωνα και με την έως τότε απολύτως κρατούσα άποψη ως προς την ερμηνεία της σχετικής διάταξης (α 69 παρ. 12 ν. 2725/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3057/2002).
Ακολούθως, η τιμωρηθείσα ΠΑΕ ΠΑΟΚ, η οποία είχε προσφύγει κατά της ΕΕΑ στα αρμόδια διοικητικά ελληνικά δικαστήρια (στο ΣτΕ, επικαλούμενη ακυρότητα της απόφασης λόγω κακής συγκρότησης της ΕΕΑ και στο Διοικ. Εφετείο, προβάλλοντας ότι η απόφαση είναι νομικά και ουσιαστικά εσφαλμένη), προσέφυγε και στο Διεθνές Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (CAS).
Το CAS έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή της ΠΑΕ ΠΑΟΚ και ακύρωσε την ποινή που της είχε επιβληθεί, χωρίς να μπει στην ουσία της υπόθεσης, την οποία παρέπεμψε ξανά στα όργανα του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, κρίνοντας ότι θα έπρεπε να ελέγξουν εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να θεωρήσουν ότι δεσμεύονται από την απόφαση της ΕΕΑ ως προς την τελική της κρίση (περί παραβίασης των διατάξεων περί πολυϊδιοκτησίας). Το CAS κατέληξε σε αυτήν την απόφαση ερμηνεύοντας έτσι τον ελληνικό νόμο, για τον οποίο βεβαίως απεφάνθη ότι τυγχάνει εφαρμοστέος από τα όργανα του ποδοσφαίρου, ανεξάρτητα αν οι σχετικές προβλέψεις του έχουν ενσωματωθεί στους σχετικούς ποδοσφαιρικούς Κανονισμούς της ΕΠΟ.
Μετά την επιστροφή της υπόθεσης, επιλήφθηκε η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ, ως το αρμόδιο όργανο του ποδοσφαίρου, εκκινώντας από την προαναφερόμενη κρίση του CAS, ότι δεν είναι δεσμευτική για αυτήν η απόφαση της ΕΕΑ. Και είναι μεν πράγματι βάσιμες οι απόψεις που έχουν ήδη διατυπωθεί, ότι η Επιτροπή Εφέσεων θα έπρεπε να θεωρήσει ανίσχυρη την συγκεκριμένη κρίση του CAS, μια που, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, ζητήματα διοικητικού δικαίου (και κατ΄ εξοχήν τέτοιο ζήτημα είναι το ζήτημα της δεσμευτικότητας ή μη των πράξεων οργάνων της δημόσιας διοίκησης, όπως η ΕΕΑ) δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο διαιτησίας, διαιτητικές δε αποφάσεις -και τέτοια είναι και η απόφαση του CAS- που αφορούν σε τέτοια ζητήματα θεωρούνται ανίσχυρες. Πλην όμως, η Επιτροπή Εφέσεων δέχθηκε ως ισχυρή την απόφαση του CAS και ως προς αυτό και, θεωρώντας ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση της ΕΕΑ, κατέληξε στην ακριβώς αντίθετη με αυτήν κρίση, ότι δηλαδή καμία απολύτως παραβίαση των διατάξεων περί πολυϊδιοκτησίας δεν είχε λάβει χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Έτσι όμως φτάνουμε στο θεσμικά άτοπο και επί της ουσίας προβληματικό, ένα όργανο ιδιωτικού δικαίου (και τέτοια είναι τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΠΟ, η οποία αποτελεί σωματείο του Αστικού Κώδικα) να καθιστά ανεφάρμοστη και ουσιαστικά να ακυρώνει στον χώρο του ποδοσφαίρου, για τις εκεί συνέπειες, μία απόφαση του αρμοδίου οργάνου της συντεταγμένης Πολιτείας.
Μάλιστα, το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο προβληματικό εάν ληφθεί υπ΄ όψιν ότι το διοικητικό αυτό όργανο, η ΕΕΑ, είναι και το μόνο που έχει την πρακτική δυνατότητα να ερευνήσει αυτές τις υποθέσεις και να διαγνώσει την αλήθεια. Και τούτο επειδή είναι εξοπλισμένο με ευρύτατες ελεγκτικές αρμοδιότητες, δυνάμενο να ζητά και να λαμβάνει οποιοδήποτε στοιχείο από κάθε δημόσια ή ιδιωτική Αρχή, να ερευνά συναλλαγές κάθε είδους, να λαμβάνει τραπεζικά δεδομένα κλπ, σε αντίθεση βεβαίως με τα όργανα του ποδοσφαίρου, που δεν έχουν καμία απολύτως τέτοια δυνατότητα.
Το ουσιαστικό και πραγματικό αυτό πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο διότι -όπως ρητώς έχει άλλωστε αποδεχθεί και το CAS- δεν αποκλείεται καθόλου η απόφαση της ΕΕΑ να κριθεί νόμιμη, και τυπικά και ουσιαστικά, από τα αρμόδια δικαστήρια. Ήδη μάλιστα, στη συγκεκριμένη υπόθεση, εκδόθηκε προ ημερών η απόφαση του ΣτΕ που απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως που είχε υποβάλει ο ΠΑΟΚ (όπως και η Ξάνθη), προβάλλοντας παράνομη συγκρότηση της ΕΕΑ.
Καταλήγουμε δηλαδή έτσι στο θεσμικό παράδοξο (κατά τη γνώμη μου μη επιτρεπτό), μία απόφαση της ΕΕΑ, η οποία ούτως ή άλλως, όπως όλες οι διοικητικές πράξεις, εξ αρχής φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας και, σύμφωνα με το δίκαιό μας, ισχύει έναντι όλων (erga omnes), να κρίνεται ως νόμιμη και από τα δικαστήρια, στον χώρο όμως του ποδοσφαίρου, ήτοι, στην πράξη, να μην εφαρμόζεται, αλλά αντί γι αυτήν να εφαρμόζεται το αντίθετό της, η απόφαση δηλαδή της Επιτροπής Εφέσεων που έκρινε ακριβώς αντίθετα!
Από τα παραπάνω καθίσταται κατά τη γνώμη μου προφανές ότι απαιτείται επειγόντως μια νομοθετική παρέμβαση που να μην επιτρέπει τέτοιου είδους θεσμικά αδιανόητες καταστάσεις.
Ενόψει των προηγούμενων σκέψεων, η βέλτιστη λύση είναι να αναφέρεται ρητώς στον νόμο ότι η κρίση της ΕΕΑ, τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει όσο και ως προς την νομική τους αξιολόγηση, δεσμεύει τα όργανα του ποδοσφαίρου, τα οποία υποχρεούνται να συμμορφώνονται μ΄ αυτήν, διαθέτονταςδιακριτική ευχέρεια αποκλειστικά και μόνο ως προς την επιμέτρηση της ποινής. Αυτά δηλαδή θα έχουν την εξουσία μόνο να κρίνουν ποια είναι η ποινή που αρμόζει σε κάθε περίπτωση, μέσα στα όρια που θέτει ο νόμος, έχοντας ως αιτιολογία τους την απόφαση της ΕΕΑ (την οποία βεβαίως πάντοτε οι θιγόμενοι μπορούν να προσβάλλουν στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, όπως άλλωστε έχουν ήδη κάνει). Ας σημειωθεί ότι εάν υπήρχε αυτή η ρητή πρόβλεψη στον νόμο, το CAS θα είχε απορρίψει την προσφυγή του ΠΑΟΚ, διότι ερμηνεύοντας (επειδή ακριβώς έλειπε η ρητή αυτή πρόβλεψη) τον νόμο κατέληξε στην προαναφερθείσα κρίση του, χωρίς να έχει αποκλείσει καθόλου a priori την δυνατότητα ο νόμος να ορίζει ρητά ότι τα όργανα του ποδοσφαίρου δεσμεύονται από τις αποφάσεις της ΕΕΑ.
Παρότι αυτονόητο, προς αποφυγήν οποιασδήποτε παρανόησης, διευκρινίζεται ότι η προτεινόμενη αυτή νομοθετική ρύθμιση θα ισχύει αποκλειστικά και μόνο για το μέλλον, για τις περιπτώσεις δηλαδή που θα προκύψουν μετά τη θέσπισή του, αποκλειομένης οποιασδήποτε δυνατότητας εφαρμογής της στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Για να ισχυροποιηθεί ακόμη περισσότερο μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να γίνει δεκτό το εύλογο αίτημα που εδώ και πολύ καιρό έχει διατυπωθεί, ήτοι η ΕΕΑ να γίνει επιτέλους, πλήρως και τυπικά, ανεξάρτητη Αρχή, με νέα σύνθεση, απαρτιζόμενη από μέλη με αδιαμφισβήτητη ανεξαρτησία και τεκμηριωμένη τεχνογνωσία, για την επιλογή των οποίων θα ισχύουν τα εχέγγυα και οι διαδικασίες που εφαρμόζονται για την επιλογή των μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων Αρχών.