Πρώτο Θέμα, 10/02/19
Αν ξεκινήσω να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για ένα ταξίδι που δεν θέλω ούτε πρόκειται να πραγματοποιήσω, αλλά τσακωθώ με τη σύντροφό μου για το πόσα και ποια πράγματα θα χωρέσουν στις βαλίτσες, αυτό τι φανερώνει για τη σοβαρότητα, τη διανοητική μου κατάσταση και, ιδίως, για τη σχέση μου με τη σύντροφό μου; Αυτή την παρομοίωση έκανε ένας φίλος για να περιγράψει την εικόνα που παρουσιάζει η διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης, της οποίας το κρίσιμο στάδιο στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ολοκληρώθηκε πριν από λίγες ημέρες.
Είχαμε επισημάνει εξαρχής ότι η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε για να ξεκινήσει η αναθεώρηση έβγαζε μάτι ότι υποκρύπτει ένα σχέδιο εργαλειοποίησης του εγχειρήματος, όπως άλλωστε έχει οργανώσει την πολιτική ατζέντα η κυβέρνηση σε όλα τα μεγάλα θέματα, με πιο κραυγαλέο και κυνικό τον χειρισμό της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Έτσι και στην περίπτωση της συνταγματικής αναθεώρησης: Εκεί όπου απαιτούνταν η καλλιέργεια πνεύματος συναίνεσης για τις κρίσιμες θεσμικές αλλαγές, ορισμένες από τις οποίες προϋποθέτουν αλλαγή του Συντάγματος, η κυβέρνηση επέλεξε να προκαλέσει τη ρήξη και το αδιέξοδο. Όπως φαίνεται, η ευκαιρία αυτή θα πάει χαμένη, με αρνητικές επιπτώσεις για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Ποια είναι τα συμπεράσματα από τα μέχρι σήμερα βήματα του αναθεωρητικού εγχειρήματος; Πρώτον, αποδείχθηκε ότι ο περίφημος προαναθεωρητικός διάλογος με τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον των πολιτών, ούτε κατέληξε σε χρήσιμα συμπεράσματα, ούτε φάνηκε στις κυβερνητικές προτάσεις ή σε οποιαδήποτε φάση της συζήτησης στην Επιτροπή Αναθεώρησης να λαμβάνονται υπόψη έστω ψήγματα σκέψεων αυτού του προαναθεωρητικού διαλόγου. Αλλά και στην Επιτροπή, παρότι το επίπεδο διαλόγου ήταν ήπιο, χαμηλών τόνων και με ενδιαφέρουσες ακαδημαϊκές νότες, κατέστη προφανές ότι ουδείς προσδοκούσε (ή πίστευε σε) μια επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος.
Ωστόσο, πέρα από την επικοινωνιακή αποτυχία, στη διαδικασία αναθεώρησης ακολουθήθηκαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση. Η μεν κυβέρνηση περιέλαβε στις προτάσεις της μόνο διατάξεις που απηχούν συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις, αποκλείοντας όσες υποβλήθηκαν από την πλευρά των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Ταυτόχρονα, επιχείρησε επίμονα να θεμελιώσει την αντίληψη ότι οι κατευθύνσεις των προτάσεων της παρούσας Βουλής δεσμεύουν την επόμενη Βουλή. Πίσω από αυτή τη λογική λανθάνει η ηττοπαθής προδιάθεση ότι στην επόμενη Βουλή δεν θα διαθέτει την πλειοψηφία προκειμένου να ελέγξει το αναθεωρητικό αποτέλεσμα. Τελευταία «γραμμή άμυνάς» της είναι να επιτευχθεί έστω μία περιορισμένης έκτασης αναθεώρηση, ώστε να μπλοκαριστεί για άλλη μια πενταετία η δυνατότητα έναρξης μίας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας.
Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση κινήθηκε με το σκεπτικό ότι θα είναι η νικήτρια των ερχόμενων εκλογών. Επιδίωξή της ήταν να περιληφθούν όσο το δυνατόν περισσότερες διατάξεις στις προτεινόμενες προς αναθεώρηση, και μάλιστα με ευρεία πλειοψηφία, ώστε να έχει την ευρύτερη δυνατή διακριτική ευχέρεια στην επόμενη Βουλή να τροποποιήσει το Σύνταγμα κατά το δοκούν.
Καμία από αυτές τις στρατηγικές που ακολούθησαν η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν οδηγεί στην επιτυχή ολοκλήρωση της αναθεώρησης. Κανένα από τα δύο μέρη δεν είναι διατεθειμένο να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να διαφωνούν για το τι θα βάλουν στις βαλίτσες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζουν την κρίσιμη αυτή διαδικασία και υποτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών.