Πρώτο Θέμα, 08/12/19
Η ευημερία ενός πληθυσμού αντανακλάται στο επίπεδο υγείας του, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Τόσο η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας όσο και η ανεπαρκής εφαρμογή των προγραμμάτων δημόσιας υγείας είχαν ως επίπτωση τη ραγδαία επιδείνωση όλων των δεικτών υγείας του πληθυσμού. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση νέων κοινωνικών και συμπεριφορικών παραγόντων κινδύνου, η δημογραφική γήρανση και οι εντεινόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές θέτουν επιτακτικά το αίτημα συγκρότησης μίας νέας εθνικής στρατηγικής για τη δημόσια υγεία.
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία γίνονται διαρκώς εμφανέστερες. Περικοπές στους προϋπολογισμούς των δημόσιων νοσοκομείων, ελλείψεις ιατρικών υλικών και ανεπάρκειες σε υγειονομικό προσωπικό επισημαίνονται σε αρκετές χώρες όπου εφαρμόζονται περιοριστικές πολιτικές. Ωστόσο, στην Ελλάδα τόσο το ύψος των περικοπών όσο και οι χρόνιες παθογένειες του ΕΣΥ οδήγησαν σε ραγδαία συρρίκνωση της υγειονομικής προστασίας, ιδίως των ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων.
Η κρίση επέφερε σημαντική μείωση των εισαγωγών σε ιδιωτικά νοσοκομεία και σε αντίστοιχη αύξηση στα δημόσια. Η επιβάρυνση των δημόσιων νοσοκομείων, σε συνδυασμό με τις περικοπές στους προϋπολογισμούς τους, είχε ως αποτέλεσμα την καθίζηση της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας. Κατ’ επέκταση, οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής, η απόσταση από τις μονάδες υγείας και η αύξηση της συμμετοχής των ασθενών στην υγειονομική δαπάνη περιορίζουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αριθμός των Ελλήνων που προσφεύγουν σε κοινωνικά ιατρεία, τα οποία μέχρι το 2009 απευθύνονταν κυρίως σε μετανάστες, τα τελευταία χρόνια έχει δεκαπλασιαστεί.
Έχει επισημανθεί ότι οι κοινωνικοί και συμπεριφορικοί παράγοντες που επιδρούν στην υγεία αποτελούν θέματα πολιτικής και κουλτούρας. Η επιδείνωση της υγείας των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων δεν εντοπίζεται μόνο σε προβλήματα ψυχικής υγείας, που οφείλονται στην ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια, στη μείωση των εισοδημάτων και την αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, αλλά αποδίδεται επίσης στη χαμηλότερη ποιότητα διατροφής, την αύξηση της χρήσης επιβλαβών ουσιών και την υποβάθμιση των προληπτικών εξετάσεων και των προγραμμάτων δημόσιας υγείας. Οι συνέπειες της κρίσης για την υγεία των παιδιών και των νέων αποδεικνύονται ακόμη σοβαρότερες και δυσχερέστερα αναστρέψιμες.
Σε μια γηράσκουσα κοινωνία όπως η ελληνική, η κατάρρευση της υγείας του πληθυσμού προκαλεί αλυσιδωτές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις. Η παρέμβαση της πολιτείας είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που υποδεικνύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και αφορούν την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, την οικογενειακή υποστήριξη, την ελάφρυνση χρεών και τη λειτουργία προγραμμάτων πρωτοβάθμιας φροντίδας, ιδίως στον τομέα της πρόληψης, δηλαδή της δημόσιας υγείας.
Οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας είναι αναγκαίο να αναδιοργανωθούν, να ενισχυθούν και να καταστούν ικανές για την αποτελεσματική διαχείριση των σοβαρών παραγόντων κινδύνου για την υγεία. Οι πολιτικές πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης για την αντιμετώπιση φαινομένων εθισμού και εξάρτησης, τη συστηματοποίηση των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου και τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την αποτροπή των κοινωνικών και συμπεριφορικών παραγόντων κινδύνου έχουν ελάχιστο κόστος συγκριτικά με τις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης και συνιστούν προϋπόθεση για την άμβλυνση των ανισοτήτων στον τομέα της υγείας. Άρα η πρόληψη των ασθενειών και η προαγωγή της υγείας συνιστούν το πρώτο βήμα για τον εξορθολογισμό της πολιτικής και των οικονομικών της υγείας.