Τα Νέα, 29.10.2022
Όταν τα δεξιά κόμματα σε όλη την Ευρώπη επιλέγουν σταδιακά να υιοθετήσουν την ατζέντα της Ακροδεξιάς, κυρίως στο μεταναστευτικό και το ταυτοτικό ζήτημα, θεωρώντας ότι έτσι θα συγκρατήσουν μέρος τουλάχιστον του εκλογικού τους ακροατηρίου, ενώ ένα τμήμα της Αριστεράς, σε άλλες χώρες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο, υποκύπτει στη γοητεία της αντισυστημικότητας υποσκάπτοντας θεμελιώδεις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τότε είναι η ώρα της σοσιαλδημοκρατίας να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στην ακροδεξιά επέλαση.
Η σοσιαλδημοκρατία προβάλλει μεν ως κεντρικό της πρόταγμα την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και την άμβλυνση των ανισοτήτων, διεκδικώντας έναν ισχυρό ρόλο του κράτους για τη διεύρυνση της ισότητας ως προς τις υλικές συνθήκες ύπαρξης των ανθρώπων και των ομάδων, όμως συνεχίζει να θέτει ως αναγκαία προϋπόθεση για τη συλλογική ευημερία την υπεράσπιση του πρωτείου της δημοκρατίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού και των κοινοβουλευτικών θεσμών, με όρους ορθολογισμού, ανεκτικότητας, πολιτικής ευπρέπειας και κριτικού λόγου.
Η κρίση αντιπροσώπευσης και η δυσθυμία έναντι των πολιτικών κομμάτων προκαλούν μια ιδιότυπη χειραφέτηση τμημάτων της κοινωνίας, που πέρα από τις ήπιες μορφές ενεργητικού ελέγχου και αντίστασης προς την κρατική εξουσία αναπτύσσουν μορφές δράσης οι οποίες ενίοτε εκδηλώνονται στα όρια της νομιμότητας ή και εκτός αυτής. Η δυσπιστία απέναντι στην εξουσία δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την ιδιώτευση, αλλά εκφράζεται μέσα από τις ποικίλες πρακτικές της «αντι-δημοκρατίας», που εν τέλει συγκροτούν ένα σύστημα παράλληλο προς τους παραδοσιακούς θεσμούς αντιπροσώπευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκδιπλώνει τον μισαλλόδοξο, ρατσιστικό και λαϊκιστικό της λόγο η Ακροδεξιά.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι οι διαδρομές σε αυτό το παράλληλο σύστημα της «αντι-δημοκρατίας», το οποίο κατ’ αρχάς κατοχυρώνεται θεσμικά με βάση τις δικαιοκρατικές συνταγματικές εγγυήσεις, συχνά διολισθαίνουν σε έναν μηδενιστικό, ακροδεξιό και αντιφιλελεύθερο λόγο, που σε τελική ανάλυση απομακρύνει τους πολίτες από την κριτική δράση. Για τη σοσιαλδημοκρατία, που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών θεσμών, αποτελεί τεράστια πρόκληση να επεξεργαστεί προτάσεις ανανέωσης της δημοκρατίας και αντίκρουσης τόσο του αντισυστημικού λόγου όσο και της ιδιωτικοποίησης της πολιτικής.
Η Ακροδεξιά ενισχύεται καταρχάς από τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων, την αποδόμηση των μηχανισμών κοινωνικής αλληλεγγύης και την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, κατασκευάζοντας νέους εσωτερικούς εχθρούς. Κυρίως, όμως, αναπτύσσεται μέσα από την παγιωμένη αποδοκιμασία των πολιτικών θεσμών και τη θεώρηση της «επίσημης» πολιτικής ως ενός πεδίου όπου οργανώνεται και μεθοδεύεται η χειραγώγηση της κοινωνίας. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τη θεσμικά οργανωμένη πολιτική αντιπαράθεση εκκολάπτει το αβγό του φιδιού και στρέφει τους πολίτες προς ακραία κομματικά μορφώματα.
Οι διαδοχικές και επάλληλες κρίσεις –οικονομική, μεταναστευτική, υγειονομική, ενεργειακή, κλιματική– τροφοδοτούν μια συζήτηση για θεμελιώδη ζητήματα δημοκρατίας, ακόμη και για όσα τις τελευταίες δεκαετίες θεωρούνταν αυτονόητα, αδιαπραγμάτευτα και εγγυημένα από «ρήτρες αιωνιότητας». Η σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει την ανάγκη εκδημοκρατισμού των πολιτικών κομμάτων, την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, τη διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής με αδιαφανή κέντρα πολιτικής ή επικοινωνιακής ισχύος και την κατοχύρωση νέων θεσμικών αντισταθμισμάτων μεταξύ των κρατικών εξουσιών. Για τη σοσιαλδημοκρατία σήμερα η αντιπαράθεση με την Ακροδεξιά αποτελεί πρόκληση επιβίωσης τόσο για την ίδια όσο και για τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου.