Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 12/6/2012
Δεν είναι τυχαίο ότι στον προεκλογικό λόγο και των δύο (τέως) κομμάτων εξουσίας έγινε έντονη αναφορά στην πρόθεσή τους να μεταρρυθμίσουν το Σύνταγμα. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ εξήγγειλε μάλιστα ολική συνταγματική αναθεώρηση και ένα νέο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Αντίστοιχα, το πρόγραμμα της ΝΔ περιλαμβάνει σε περίοπτη θέση τις αναθεωρητικές της προτάσεις, με έμφαση στην ποινική ευθύνη των υπουργών και τη διαφάνεια. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΔΗΜΑΡ έχουν ενσωματώσει στο πρόγραμμά τους συνταγματικές αλλαγές. Παρότι, λοιπόν, η δυνατότητα έναρξης της αναθεωρητικής διαδικασίας απέχει περίπου 11 μήνες, ωστόσο η προεκλογική γοητεία του συνταγματικού λόγου αποδεικνύεται ισχυρή.
Δύο είναι οι κυριότεροι λόγοι αυτής της επικοινωνιακής προεκλογικής στρατηγικής. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για την αναγνώριση της φθοράς του πολιτικού συστήματος, η οποία δεν οφείλεται μόνο στη δημοσιονομική κρίση, αλλά και στην ευρύτατη πλέον απαξίωση των πελατειακών πρακτικών, της πολιτικής διαφθοράς, της κομματικής αδιαφάνειας και της κρατικής αναποτελεσματικότητας. Η άμβλυνση της δυσθυμίας απέναντι στην πολιτική τάξη και, ιδίως, έναντι των δύο κομμάτων που εναλλάχθηκαν στην κυβερνητική εξουσία επί 38 χρόνια, μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ρηξικέλευθες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, οι οποίες περιβαλλόμενες με το αυξημένο συμβολικό περιεχόμενο μιας συνταγματικής αναθεώρησης θα μπορούσαν να αποτρέψουν την προϊούσα απονομιμοποίηση των πολιτικών θεσμών.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ανάταξη της ίδιας της ελληνικής οικονομίας. Τα αναπτυξιακά προβλήματα συναρτώνται σε σημαντικό βαθμό με το θεσμικό περιβάλλον. Η γραφειοκρατία επιβαρύνει την επιχειρηματικότητα, το κράτος όχι μόνο δεν προάγει αλλά καταπνίγει την καινοτομία, η Δημόσια Διοίκηση αναπαράγει παθογένειες της δεκαετίας του 1950, η διαφθορά αλλοιώνει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό, το κράτος ανακυκλώνει ανισότητες, το δικαστικό σύστημα παρατείνει την αβεβαιότητα με εξωφρενικές καθυστερήσεις. Χωρίς θεσμικές μεταρρυθμίσεις, ακόμη και οι πιο επιτυχημένες παγκοσμίως επιχειρήσεις θα αποτύγχαναν στην Ελλάδα, όπου το επιχειρείν τελεί υπό διωγμό, εκτός εάν ασκείται με όρους προνεωτερικούς ή τριτοκοσμικούς.Το εύλογο ερώτημα είναι, «καλά, η αναθεώρηση του Συντάγματος θα λύσει τα προβλήματα του θεσμικού περιβάλλοντος»; Προφανώς όχι. Αντίθετα, η συνταγματική μεταρρύθμιση ίσως να μην ήταν καν απαραίτητη για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό, εάν εξαιρεθούν ορισμένες πανθομολογούμενες συνταγματικές αστοχίες όπως η ρύθμιση για την ποινική ευθύνη των υπουργών ή ο «βασικός μέτοχος». Θα αρκούσε δηλαδή, κατ’ αρχάς, μια σειρά συντονισμένων νομοθετικών παρεμβάσεων και, ιδίως, η απαρέγκλιτη εφαρμογή τους, σε συνάρτηση με την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της Δημόσιας Διοίκησης, που παροπλίζονται μέσα στη γενικευμένη αποτελμάτωση.
Τότε, γιατί προβάλλεται η συνταγματική αλλαγή; Απλούστατα, επειδή μπορεί να σηματοδοτήσει μια νέα αφετηρία και να εμπνεύσει εμπιστοσύνη σε μια πολιτεία που έχει απολέσει αξιοπιστία και προσανατολισμό. Και αυτό είναι αναγκαίο, αρκεί να μη συντελεστεί με όρους συνταγματικού λαϊκισμού.