Τα Νέα, 16/10/19
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά στο άρθρο 51 παρ. 4 τη δυνατότητα να προβλεφθεί με νόμο η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την επικράτεια. Η θέσπιση του νόμου αυτού απασχόλησε επίμονα και αδιαλείπτως τον δημόσιο διάλογο ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, χωρίς τελικά να ευοδωθεί.
Αξιοσημείωτο είναι ότι με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στη σχετική συνταγματική ρύθμιση ότι η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν εμποδίζει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκτός Ελλάδας εκλογέων με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο. Η παράλειψη του νομοθέτη έγινε ακόμη πιο κραυγαλέα μετά το 2010, όταν η οικονομική κρίση οδήγησε στη μετανάστευση εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες.
Η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι η επιστολική ψήφος δεν παρουσιάζει νομικές ή τεχνικές δυσχέρειες ως προς την εφαρμογή της. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δεν αφορά βέβαια, ούτε θα ήταν σκόπιμο να αφορά, τους ομογενείς, αλλά κάθε Έλληνα εκλογέα που βρίσκεται εκτός επικράτειας είτε επειδή είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού είτε επειδή βρίσκεται για οποιοδήποτε λόγο στο εξωτερικό κατά την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών.
Αντίθετη προς το Σύνταγμα θα ήταν οποιαδήποτε ρύθμιση που θα έθετε επιπλέον προϋποθέσεις ή περιορισμούς στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για τους Έλληνες πολίτες που βρίσκονται στο εξωτερικό, όπως ο χρόνος παραμονής τους εκτός Ελλάδας ή η έκδοση ΑΦΜ.
Κρίσιμο είναι το ερώτημα που αφορά το ψηφοδέλτιο μέσω του οποίου ο εκλογέας θα εκδηλώνει την προτίμησή του. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα μία ρύθμιση που θα απέκλειε τον συνυπολογισμό της ψήφου των αποδήμων στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα, επειδή θα προσέκρουε στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας της ψήφου.
Ένα δεύτερο ερώτημα σχετικά με την ενσωμάτωση των ψήφων στο εκλογικό αποτέλεσμα είναι αν οι εκτός επικράτειας πολίτες θα εκλέγουν εκπροσώπους στη Βουλή με τη θέσπιση ειδικής εκλογικής περιφέρειας ή θα επιλέγουν ανάμεσα στους συνδυασμούς της εκλογικής περιφέρειας όπου είναι εγγεγραμμένοι, δηλαδή σαν να ασκούσαν το εκλογικό τους δικαίωμα εντός της επικράτειας.
Η πρώτη λύση συνεπάγεται ότι η κατανομή εδρών στην πράξη θα διαφοροποιηθεί σε σύγκριση προς τον τρόπο εφαρμογής του εκλογικού συστήματος κατά την ενσωμάτωση των ψήφων στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η δεύτερη λύση δεν παρουσιάζει νομικά αλλά τεχνικά προβλήματα, τα οποία είναι αντιμετωπίσιμα με στοιχειώδη οργάνωση. Ωστόσο, όποια από τις δύο λύσεις και αν προκριθεί, σημασία έχει ότι επιτέλους θα αντιμετωπιστεί μία μείζων θεσμική εκκρεμότητα και θα παύσουν οι απόδημοι να αντιμετωπίζονται ως «μη πολίτες».