Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 7/12/2010

Παρά την επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ., τα νούμερα δεν βγαίνουν. Οι στόχοι που τέθηκαν με το Μνημόνιο θεωρούνται δύσκολα επιτεύξιμοι, ενώ οι προβλέψεις για έσοδα και δαπάνες που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2011 δεν κρίνονται ρεαλιστικές. Πρόκειται για μια διαπίστωση που, επίσημα ή ανεπίσημα, επιβεβαιώνεται από στελέχη της κυβέρνησης. Την ίδια ώρα, η ανάπτυξη παραμένει καθηλωμένη σε αρνητικό πρόσημο, η ανταγωνιστικότητα φθίνει, η ανεργία εγγίζει το όριο «βρασμού» της κοινωνίας και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ιδιωτικού τομέα, καταρρέουν. Πέρα από τα προηγούμενα, η ψυχολογία της κρίσης έχει ριζώσει τόσο στην πλευρά των επιχειρήσεων όσο και στην πλευρά των εργαζομένων και των καταναλωτών.
Υπάρχει άλλη μία παράμετρος που καθιστά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία εξαιρετικά δυσοίωνες. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο πλεονασματικός ευρωπαϊκός Βορράς δεν φαίνεται διατεθειμένος να αποδεχθεί μια ουσιώδη χαλάρωση των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών στις χώρες του ελλειμματικού Νότου. Άρα, έξωθεν συνδρομή από τους διαιρεμένους Ευρωπαίους εταίρους δεν θεωρείται πιθανή, ως έχουν τα πράγματα. Η Ελλάδα μοιάζει λοιπόν καταδικασμένη σε έναν «αργό οικονομικό θάνατο», αφού απέφυγε την ολοσχερή χρεοκοπία χάρη στον μηχανισμό στήριξης. Όμως ενίοτε ο αργός θάνατος είναι πιο επώδυνος ή αποτρόπαιος και πάντως λιγότερο ηρωικός.
Στο πλαίσιο αυτό διανοίγονται δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις, από τη στιγμή που τελειώνουν οι αυταπάτες ότι η πιστή εφαρμογή των επιταγών του Μνημονίου θα οδηγήσει σε μια βιώσιμη δημοσιονομική κατάσταση και σε ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη επιλογή συνίσταται στην προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου, ελπίζοντας τελικά σε ένα θαύμα, που θα έχει τη μορφή της μετατροπής της Γερμανίας από κακό λύκο σε γενναιόδωρη προστάτιδα δύναμη, ή της έλευσης απροσδόκητων επενδύσεων από την Κίνα, το Κατάρ ή οπουδήποτε αλλού. Η δεύτερη επιλογή είναι να επικρατήσουν οι φωνές ενός τμήματος της Αριστεράς, αλλά και ποικίλων Ευρωπαίων και Αμερικανών οικονομολόγων, όχι κατ’ ανάγκην νεοκεϋνσιανής αντίληψης, που υποστηρίζουν ότι προτιμότερη εμφανίζεται η άμεση αναδιάρθρωση του χρέους, ενδεχομένως σε συνάρτηση με αποχώρηση από την ευρωζώνη. Εδώ εγκυμονεί ο κίνδυνος της «αλβανοποίησης».
Ωστόσο η οικονομική πολιτική δεν σχεδιάζεται μόνο με νούμερα, ούτε μπορεί να επαφίεται στην πρωτοβουλία τρίτων, όπως θα ήταν οι θεόπνευστοι μεγαλοεπενδυτές. Η Ελλάδα δεν θα μετατραπεί, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, σε Silicon Valley, ούτε σε πετρελαιοπαραγωγό χώρα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι αιθεροβάμονες για να προσφέρουν κατευναστική ελπίδα.
Το έλλειμμα της χώρας σήμερα δεν είναι πρωτίστως οικονομικό, αλλά πολιτισμικό και πολιτικό. Όταν οι αριθμοί διαψεύδουν τις προσδοκίες, έρχεται η ώρα της πραγματικής πολιτικής, που υπερβαίνει τη διαχείριση, τους μικροκομματικούς ελιγμούς και τους πρόσκαιρους συμβιβασμούς. Απαιτούνται συνεπώς ρηξικέλευθες αποφάσεις και ικανότητα άμεσης εφαρμογής τους, με σεβασμό των ασθενέστερων εισοδηματικών στρωμάτων. Το ερώτημα είναι, τελικά, εάν η υφιστάμενη πολιτική τάξη μπορεί να αρθεί στο ύψος της πραγματικής πολιτικής.