ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 15/12/2009

H εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία επανέφερε στο προσκήνιο την επίδραση του ιδεολογικού λόγου στις πολιτικές αντιμαχίες. Όπως επισήμαναν αρκετοί αναλυτές, η επικράτηση του Αντώνη Σαμαρά οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην άρθρωση από την πλευρά του ενός σαφούς πολιτικού μηνύματος προς τα μέλη και τους υποστηρικτές του κόμματος, που είχε ως επίκεντρο μια παραδοσιακή, λαϊκή-κοινωνική, συντηρητική και εθνική-πατριωτική δεξιά ιδεολογία, σε αντίθεση προς τη νεοφιλελεύθερη, κεντροδεξιά και «εκσυγχρονιστική» για τα δεδομένα της δεξιάς παράταξης αντίληψη που εξέφραζε η Nτόρα Mπακογιάννη.
Ασφαλώς αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτικό λόγο των δύο βασικών διεκδικητών της κομματικής ηγεσίας δεν αποτέλεσε τον μοναδικό παράγοντα που επηρέασε τους δεξιούς ψηφοφόρους, όμως προσέδωσε μία νέα, κρίσιμη διάσταση στην εκλογική αντιπαράθεση. H ιδεολογικοποίηση της διαδικασίας υπήρξε όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για την πολιτική ανάλυση, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη δεξιά παράταξη η καλλιέργεια του διαλόγου γύρω από ιδεολογικές αποχρώσεις υπήρξε μάλλον υποβαθμισμένη. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τελικά επικράτησε ο πολιτικός λόγος με τη μεγαλύτερη αμεσότητα και «καθαρότητα», υπό την έννοια ότι η ιδεολογική πλατφόρμα που επεξεργάστηκε ο A. Σαμαράς δεν επιχείρησε τον εξωραϊσμό ή το «στρογγύλεμα» πάγιων και διαχρονικών αξιών και θέσεων της Δεξιάς, εν ονόματι του ανοίγματος στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, αλλά στόχευσε στην καρδιά του ακροατηρίου που συγκροτεί την παραδοσιακή και αμετακίνητη δεξαμενή των δεξιών ψηφοφόρων. Μια παρόμοια ιδεολογικοποίηση της αντιπαράθεσης στην αντίστοιχη εσωκομματική διαδικασία που ακολουθήθηκε από το ΠAΣOK τον Νοέμβριο του 2007, δεν εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ορατή. Παρ’ όλα αυτά, και στην περίπτωση του ΠAΣOK δεν θα ήταν άστοχο να υποστηριχθεί ότι η επικράτηση του Γιώργου Παπανδρέου έναντι του Ευάγγελου Βενιζέλου υπέκρυπτε έως ένα σημείο την επιστροφή στις ρίζες του παπανδρεϊκού λόγου, σε αντιπαράθεση προς το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού που είχε ηγεμονεύσει κατά την κυβερνητική οκταετία 1996-2004.
Ποικίλα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τις προηγούμενες παρατηρήσεις. Πρώτα απ’ όλα, ότι η εκλογική ήττα ενός κόμματος εξουσίας, ιδίως όταν πραγματοποιείται υπό όρους πολιτικής ταπείνωσης, όπως συνέβη για τη Nέα Δημοκρατία στις εκλογές του περασμένου Oκτωβρίου, προκαλεί την ανάγκη για αναμόχλευση και αποσαφήνιση ιδεολογικών ζητημάτων και για απομάκρυνση από ιδεολογήματα που συνδέονται στο συλλογικό φαντασιακό με την εκλογική αποτυχία. Eν προκειμένω, η πολιτική του μεσαίου χώρου καταδικάστηκε και υποχώρησε μπροστά σε μια ιδεολογία που συσπειρώνει και διεγείρει τα παραδοσιακά δεξιά αντανακλαστικά.
Πέρα από αυτό, όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι σύγχρονες κομματικές και πολιτικές αντιμαχίες δεν έχουν αποϊδεολογικοποιηθεί στον βαθμό που προβάλλουν αρκετές σχολές πολιτικής επιστήμης. Oι ψηφοφόροι δεν αποφασίζουν μόνο a la carte, ούτε ακολουθούν τυφλά τους κομματικούς μηχανισμούς ή τους επαγγελματίες της (τηλε)πολιτικής επικοινωνίας. Όσοι επαγγέλθηκαν την εξαφάνιση των ιδεολογιών από την πολιτική αρένα φαίνεται πως βιάστηκαν. Aπομένει, ωστόσο, να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό αυτές οι ιδεολογίες έχουν πράγματι αντίκρισμα στη σημερινή ιστορική πραγματικότητα ή συνιστούν κακέκτυπα «ψευδούς συνείδησης».