Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 26/7/2011
Το κλίμα ευφορίας μετά την ευρωπαϊκή συμφωνία για την ελληνική κρίση χρέους είναι αβέβαιο πόσο θα διαρκέσει. Η λύση που αποφασίστηκε χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, αφού δεν προσφέρει απαντήσεις ούτε στις εγγενείς, συστημικές δυσλειτουργίες της ΟΝΕ, ούτε στο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό πρόβλημα, μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού επενδύσεων που θα εξισορροπεί τις τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών ευρωπαϊκών κρατών. Παρ’ όλα αυτά, συνιστά σημαντική επιτυχία ότι το μη βιώσιμο ελληνικό χρέος διευθετείται, έστω μεσοπρόθεσμα, αποτρέποντας τη χρεοκοπία και τη στάση πληρωμών, που θα προκαλούσαν κατακλυσμιαίες ανακατατάξεις στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Αν, ωστόσο, η διαχείριση του δημόσιου χρέους παραπέμπεται κατ’ ουσίαν στις ελληνικές καλένδες, από την άλλη πλευρά ανοικτή πληγή παραμένει το δημοσιονομικό έλλειμμα, του οποίου τη μείωση η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη να επιτύχει κατά το τελευταίο εξάμηνο. Η αναποτελεσματικότητα ή, σε αρκετές περιπτώσεις, η λευκή απεργία που έχουν κηρύξει κομβικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες, η ανεπάρκεια φοροελεγκτικών και φοροεισπρακτικών μηχανισμών, η διευρυνόμενη αποανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που προβλέπεται να υπερβεί φέτος το 4%, οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στην αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, συνιστούν τους κυριότερους λόγους που δεν υποχωρεί το δημοσιονομικό έλλειμμα σύμφωνα με τους στόχους του προϋπολογισμού.
Οι “παράπλευρες απώλειες” της οικονομικής δυσπραγίας στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο προμηνύονται καταλυτικές για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης. Η διαρκής αύξηση της ανεργίας προκαλεί αλυσιδωτές συνέπειες. Ήδη στις επίσημες στατιστικές η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 15,8%, ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης συνιστούν πλέον πανδημία. Ταυτόχρονα, οι μειώσεις μισθών και η αύξηση των φόρων, που πλήττουν πρωτίστως μισθωτούς και συνταξιούχους, οδηγούν τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα στην απελπισία, διογκώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και θέτοντας την ελληνική κοινωνία ενώπιον μίας πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης. Λαμβάνοντας υπόψη και την απίσχναση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας, ο αριθμός των οικογενειών που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει αυξηθεί δραματικά, παρότι ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού αποτρέπει συχνά την εξωτερίκευσή τους.
Εξίσου ολισθηρή και δυσοίωνη εμφανίζεται η κατάσταση στο πολιτικό πεδίο, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να αξιοποιήσει επικοινωνιακά την ευρωπαϊκή συμφωνία. Η αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα της Αριστεράς διατηρούν αμετάβλητη την απορριπτική στάση απέναντι σε όλες τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, ενώ οι ασυμφωνίες εντός της αποψιλωμένης Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Εύλογα πιθανολογείται λοιπόν ότι με την πρώτη ένδειξη ανάκαμψης των δημοσκοπικών της ποσοστών η κυβέρνηση Παπανδρέου θα επιλέξει τις πρόωρες εκλογές, πριν η προβλεπόμενη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα φθινοπωρινή φοροκαταιγίδα, οι αντιδράσεις στις αποκρατικοποιήσεις, η επιστροφή των “αγανακτισμένων” και η επέκταση των συνεπειών της οικονομικής ύφεσης ροκανίσουν τα εναπομείναντα εκλογικά της ερείσματα. Το ερώτημα τι ενδέχεται να συμβεί μετά τις εκλογές παραπέμπει σε καινοφανή σενάρια. Σε τελική ανάλυση, η αποτροπή της χρεοκοπίας δεν απέκλεισε τον κίνδυνο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης.
Αν, ωστόσο, η διαχείριση του δημόσιου χρέους παραπέμπεται κατ’ ουσίαν στις ελληνικές καλένδες, από την άλλη πλευρά ανοικτή πληγή παραμένει το δημοσιονομικό έλλειμμα, του οποίου τη μείωση η κυβέρνηση μοιάζει ανήμπορη να επιτύχει κατά το τελευταίο εξάμηνο. Η αναποτελεσματικότητα ή, σε αρκετές περιπτώσεις, η λευκή απεργία που έχουν κηρύξει κομβικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες, η ανεπάρκεια φοροελεγκτικών και φοροεισπρακτικών μηχανισμών, η διευρυνόμενη αποανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που προβλέπεται να υπερβεί φέτος το 4%, οι συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στην αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, συνιστούν τους κυριότερους λόγους που δεν υποχωρεί το δημοσιονομικό έλλειμμα σύμφωνα με τους στόχους του προϋπολογισμού.
Οι “παράπλευρες απώλειες” της οικονομικής δυσπραγίας στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο προμηνύονται καταλυτικές για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης. Η διαρκής αύξηση της ανεργίας προκαλεί αλυσιδωτές συνέπειες. Ήδη στις επίσημες στατιστικές η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 15,8%, ενώ οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης συνιστούν πλέον πανδημία. Ταυτόχρονα, οι μειώσεις μισθών και η αύξηση των φόρων, που πλήττουν πρωτίστως μισθωτούς και συνταξιούχους, οδηγούν τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα στην απελπισία, διογκώνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και θέτοντας την ελληνική κοινωνία ενώπιον μίας πρωτοφανούς ανθρωπιστικής κρίσης. Λαμβάνοντας υπόψη και την απίσχναση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας, ο αριθμός των οικογενειών που βρίσκονται αντιμέτωπες με συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει αυξηθεί δραματικά, παρότι ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού αποτρέπει συχνά την εξωτερίκευσή τους.
Εξίσου ολισθηρή και δυσοίωνη εμφανίζεται η κατάσταση στο πολιτικό πεδίο, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να αξιοποιήσει επικοινωνιακά την ευρωπαϊκή συμφωνία. Η αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα της Αριστεράς διατηρούν αμετάβλητη την απορριπτική στάση απέναντι σε όλες τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, ενώ οι ασυμφωνίες εντός της αποψιλωμένης Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη. Εύλογα πιθανολογείται λοιπόν ότι με την πρώτη ένδειξη ανάκαμψης των δημοσκοπικών της ποσοστών η κυβέρνηση Παπανδρέου θα επιλέξει τις πρόωρες εκλογές, πριν η προβλεπόμενη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα φθινοπωρινή φοροκαταιγίδα, οι αντιδράσεις στις αποκρατικοποιήσεις, η επιστροφή των “αγανακτισμένων” και η επέκταση των συνεπειών της οικονομικής ύφεσης ροκανίσουν τα εναπομείναντα εκλογικά της ερείσματα. Το ερώτημα τι ενδέχεται να συμβεί μετά τις εκλογές παραπέμπει σε καινοφανή σενάρια. Σε τελική ανάλυση, η αποτροπή της χρεοκοπίας δεν απέκλεισε τον κίνδυνο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης.