Τα Νέα, 07/12/19
Όσο πλησιάζει ο χρόνος ψήφισης του νέου ασφαλιστικού νόμου, τόσο πυκνώνει η δημόσια αντιπαράθεση για την υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην επικουρική ασφάλιση. Ορισμένες φωνές υποστηρίζουν ότι η επιλογή αυτή αποτελεί τη λυδία λίθο για τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης και τη βελτίωση των παροχών, ενώ από άλλες πλευρές δαιμονοποιείται ως εξ’ ορισμού καταστροφική πολιτική. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη αντίληψη είναι ορθή. Η απάντηση στο επίμαχο ζήτημα προϋποθέτει την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας τέτοιας μεταρρύθμισης στο πλαίσιο των σημερινών οικονομικών, δημοσιονομικών και εργασιακών συνθηκών.
Τι σημαίνει ακριβώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα; Πρόκειται για ένα σύστημα χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης κατά το οποίο οι συνταξιοδοτικές παροχές των μελλοντικών συνταξιούχων χρηματοδοτούνται από το επενδυτικό αποτέλεσμα του κεφαλαίου που δημιουργούν οι σωρευμένες εισφορές των ασφαλισμένων, σε αντιδιαστολή προς το διανεμητικό σύστημα χρηματοδότησης, στο πλαίσιο του οποίου οι εισφορές των εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συνταξιοδοτικές παροχές των σημερινών συνταξιούχων. Άρα στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα η ανταποδοτικότητα συναρτάται με τη συσσώρευση και την αξιοποίηση του επενδυτικού κεφαλαίου.
Τρεις είναι οι κρίσιμες διαστάσεις για να αξιολογηθεί η σκοπιμότητα θεσμοθέτησης του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Πρώτον, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας, δεδομένου ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προϋποθέτει συνεχή απασχόληση για να χρηματοδοτείται ο ατομικός λογαριασμός του ασφαλισμένου. Σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας, επισφαλούς απασχόλησης, ευέλικτων και διακοπτόμενων μορφών εργασίας, ασταθών ωραρίων και μισθών, το κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει και, πάντως, θα οδηγούσε σε ακραίες ανισότητες μεταξύ των ασφαλισμένων και σε ανεπαρκείς συντάξεις για τους χαμηλά αμειβόμενους.
Η δεύτερη διάσταση για την αξιολόγηση της εισαγωγής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος άπτεται του επενδυτικού περιβάλλοντος. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέδειξε τα αδύνατα σημεία του και τους κινδύνου που εγκυμονεί. Στην Ολλανδία, όπου το κεφαλαιοποιητικό σύστημα θεωρούνταν πυλώνας ενός από τα καλύτερα συνταξιοδοτικά συστήματα παγκοσμίως, η ραγδαία μείωση των επιτοκίων είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη έκτακτων μέτρων για να μην καταρρεύσουν οι παροχές. Σε συνάρτηση με τα δημογραφικά δεδομένα και τη γήρανση του πληθυσμού, οι αρνητικές αποδόσεις ομολόγων και τραπεζικών καταθέσεων συνεπάγονται την αδυναμία κάλυψης των συνταξιοδοτικών παροχών.
Ωστόσο, πέρα από τα προηγούμενα, ο καθοριστικότερος παράγοντας που καθιστά την υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος προδήλως ανορθολογική και ατελέσφορη στην παρούσα συγκυρία είναι η τρίτη διάσταση, δηλαδή η μετάβαση από το ισχύον διανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό. Πώς θα δημιουργηθεί το κεφάλαιο που επενδυόμενο θα χρηματοδοτεί τις παροχές; Όπως έχει επισημανθεί από έγκριτους ακαδημαϊκούς, η μετάβαση από ένα διανεμητικό σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι πιθανό να βλάψει την οικονομική αποτελεσματικότητα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της μετάβασης οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων θα πρέπει να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τις εισφορές των εργαζομένων, που ταυτόχρονα θα καταβάλουν εισφορές και για την κάλυψη των μελλοντικών δικών τους παροχών.
Το οικονομικό κόστος της μετάβασης έχει υπολογιστεί σε ύψος 55 έως 70 δις, ποσό απαγορευτικό για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Εξίσου βαρύ θα είναι το κοινωνικό κόστος, αφού θα διαταραχθούν μείζονες βιοτικές σταθμίσεις. Με τα σημερινά οικονομικά, δημοσιονομικά, δημογραφικά και εργασιακά δεδομένα η κυβέρνηση θα επιχειρούσε ένα άλμα στο κενό αν επέλεγε να προχωρήσει τώρα σε μια τέτοια μεταρρύθμιση.