Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 18/10/2011
Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι αποτίμησης τόσο των σπασμωδικών κυβερνητικών μέτρων αποτροπής της χρεοκοπίας όσο και των ενίοτε βίαιων κοινωνικών αντιδράσεων που αυτά προκαλούν. Σύμφωνα με μια αντίληψη που διαθέτει ισχυρά ερείσματα στην κοινωνία, απαιτείται το κράτος να ενεργοποιήσει αποτελεσματικότερα τους μηχανισμούς τήρησης της νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών καταστολής, να εφαρμόσει απαρέγκλιτα τη νομοθεσία και να τιμωρήσει αυστηρά όσους εκδηλώνουν «αποκλίνουσα συμπεριφορά».
Στα έσχατα όριά της αυτή η αντίληψη δεν θα αντιμετώπιζε με αρνητική προδιάθεση ακόμη και την επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος, προτάσσοντας τη νομιμότητα και την ασφάλεια ως προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση. Τολμούν, δηλαδή, πλέον αρκετοί να νοσταλγούν αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα άλλωστε της συντριπτικής απαξίωσης της πολιτικής τάξης αλλά και του πολιτικού συστήματος καθεαυτού. Στον αντίποδα, οι εραστές της ρήξης με το μοντέλο της «αστικού τύπου» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεωρούν ότι η κοινωνική δυσθυμία μπορεί να οδηγήσει σε εξεγέρσεις που θα επιφέρουν ριζικές ανατροπές στη μορφή οργάνωσης του πολιτικού συστήματος, στις παραγωγικές σχέσεις και στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Αν και η Αριστερά εμφανίζεται παραδοσιακά διασπασμένη σε μια πανσπερμία αντιμαχόμενων θεωριών και προτάσεων για τη μετάβαση σε ένα νέο σύστημα άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ωστόσο συγκλίνει στην αμφισβήτηση της ισχύουσας συνταγματικής τάξης, εν ονόματι της αναδιανομής εξουσιών, πλούτου και προνομίων.
Μια πιο μετριοπαθής προσέγγιση αναζητεί διέξοδο στην αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από ένα προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και η συγκέντρωση σε αυτόν κρίσιμων εξουσιών θα επέτρεπε την απεμπλοκή από τις στρεβλώσεις του διεφθαρμένου, πελατειακού κομματικού συστήματος και την ανάδειξη μιας νέας πολιτικής τάξης, που θα διέθετε νομιμοποιητικά ερείσματα τέτοια ώστε να προχωρήσει σε εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία.
Μια λιγότερο ρηξικέλευθη αντίληψη δεν απορρίπτει μεν τον κοινοβουλευτισμό, υποστηρίζει όμως την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού των πολιτικών κομμάτων, την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, τη διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής με αδιαφανή κέντρα πολιτικής ή επικοινωνιακής ισχύος και την κατοχύρωση νέων θεσμικών αντισταθμισμάτων μεταξύ των κρατικών εξουσιών. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι να κλείσει ο κύκλος «παραχάραξης» των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να λειτουργήσουν σύμφωνα με το αληθινό τους νόημα.
Η κρίση τροφοδοτεί, λοιπόν, μια συζήτηση για θεμελιώδη ζητήματα δημοκρατίας, ακόμη και για όσα θεωρούνταν τις τελευταίες δεκαετίες αυτονόητα, αδιαπραγμάτευτα και εγγυημένα από συνταγματικές «ρήτρες αιωνιότητας», οι οποίες δεν επιτρέπουν τη μεταβολή του πολιτεύματος. Επιστρέφουν έτσι επικίνδυνα διλήμματα που αναδείχθηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο, όπως όσα έθετε ο σπουδαίος στοχαστής Σεραφείμ Μάξιμος στο βιβλίο του «Κοινοβούλιο ή δικτατορία», αναλύοντας την απομάκρυνση της πολιτικής εξουσίας από τους πραγματικούς κοινωνικούς συσχετισμούς της εποχής. Κατ’ αντιστοιχία, η τωρινή οργάνωση των πολιτικών θεσμών και του κομματικού συστήματος μοιάζει να έχει αποκοπεί πλήρως από την κοινωνία, που διεκδικεί νέους τρόπους πολιτικής έκφρασης, ψηλαφώντας στο σκοτάδι.
Στα έσχατα όριά της αυτή η αντίληψη δεν θα αντιμετώπιζε με αρνητική προδιάθεση ακόμη και την επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος, προτάσσοντας τη νομιμότητα και την ασφάλεια ως προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση. Τολμούν, δηλαδή, πλέον αρκετοί να νοσταλγούν αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, ως αποτέλεσμα άλλωστε της συντριπτικής απαξίωσης της πολιτικής τάξης αλλά και του πολιτικού συστήματος καθεαυτού. Στον αντίποδα, οι εραστές της ρήξης με το μοντέλο της «αστικού τύπου» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεωρούν ότι η κοινωνική δυσθυμία μπορεί να οδηγήσει σε εξεγέρσεις που θα επιφέρουν ριζικές ανατροπές στη μορφή οργάνωσης του πολιτικού συστήματος, στις παραγωγικές σχέσεις και στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Αν και η Αριστερά εμφανίζεται παραδοσιακά διασπασμένη σε μια πανσπερμία αντιμαχόμενων θεωριών και προτάσεων για τη μετάβαση σε ένα νέο σύστημα άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ωστόσο συγκλίνει στην αμφισβήτηση της ισχύουσας συνταγματικής τάξης, εν ονόματι της αναδιανομής εξουσιών, πλούτου και προνομίων.
Μια πιο μετριοπαθής προσέγγιση αναζητεί διέξοδο στην αντικατάσταση του κοινοβουλευτισμού από ένα προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης, όπου η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό και η συγκέντρωση σε αυτόν κρίσιμων εξουσιών θα επέτρεπε την απεμπλοκή από τις στρεβλώσεις του διεφθαρμένου, πελατειακού κομματικού συστήματος και την ανάδειξη μιας νέας πολιτικής τάξης, που θα διέθετε νομιμοποιητικά ερείσματα τέτοια ώστε να προχωρήσει σε εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία.
Μια λιγότερο ρηξικέλευθη αντίληψη δεν απορρίπτει μεν τον κοινοβουλευτισμό, υποστηρίζει όμως την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού των πολιτικών κομμάτων, την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, τη διάρρηξη των σχέσεων της πολιτικής με αδιαφανή κέντρα πολιτικής ή επικοινωνιακής ισχύος και την κατοχύρωση νέων θεσμικών αντισταθμισμάτων μεταξύ των κρατικών εξουσιών. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, είναι να κλείσει ο κύκλος «παραχάραξης» των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε να λειτουργήσουν σύμφωνα με το αληθινό τους νόημα.
Η κρίση τροφοδοτεί, λοιπόν, μια συζήτηση για θεμελιώδη ζητήματα δημοκρατίας, ακόμη και για όσα θεωρούνταν τις τελευταίες δεκαετίες αυτονόητα, αδιαπραγμάτευτα και εγγυημένα από συνταγματικές «ρήτρες αιωνιότητας», οι οποίες δεν επιτρέπουν τη μεταβολή του πολιτεύματος. Επιστρέφουν έτσι επικίνδυνα διλήμματα που αναδείχθηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο, όπως όσα έθετε ο σπουδαίος στοχαστής Σεραφείμ Μάξιμος στο βιβλίο του «Κοινοβούλιο ή δικτατορία», αναλύοντας την απομάκρυνση της πολιτικής εξουσίας από τους πραγματικούς κοινωνικούς συσχετισμούς της εποχής. Κατ’ αντιστοιχία, η τωρινή οργάνωση των πολιτικών θεσμών και του κομματικού συστήματος μοιάζει να έχει αποκοπεί πλήρως από την κοινωνία, που διεκδικεί νέους τρόπους πολιτικής έκφρασης, ψηλαφώντας στο σκοτάδι.