Εφημερίδα “ΈΘΝΟΣ”, 20/7/2010
Θα πτωχεύσει τελικά η χώρα; Θα εξοβελιστεί από το ευρώ; Ποιες οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους; Αποτέλεσε ορθή επιλογή η υπογραφή του μνημονίου και η υπαγωγή στον μηχανισμό στήριξης; Είναι εφικτή και σκόπιμη η έξοδος από τον μηχανισμό σήμερα; Θα πιάσουν τόπο οι θυσίες των εργαζομένων και των συνταξιούχων; Εξαρτάται ουσιωδώς η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας από τη μείωση του εργασιακού κόστους; Πόσο ασφαλείς είναι οι αποταμιεύσεις στις ελληνικές τράπεζες;
Οι πολίτες υφίστανται ακατάπαυστα έναν βομβαρδισμό πληροφοριών, μελετών, προβλέψεων, που καταλήγουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις και σενάρια για το ίδιο τους το μέλλον, χωρίς ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα ούτε να παρέμβουν, ούτε να επηρεάσουν, ούτε καν να αντιληφθούν πλήρως τι ακριβώς διαδραματίζεται τους τελευταίους μήνες. Αυτόκλητοι αναλυτές διατυπώνουν καθημερινά αντικρουόμενες απόψεις, καθώς νεοφιλελεύθεροι, κεϊνσιανοί και μαρξιστές καταλήγουν σε προγνώσεις που η μία εμφανίζεται πιο σκοτεινή και δυσοίωνη από την άλλη. Εκείνος, πάντως, που εκφέρει τον πιο καταστροφικό λόγο κερδίζει συνήθως τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.
Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έχουν ήδη τεθεί από τους κρατούντες στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, εν ονόματι ενός απροσδιόριστου, ατεκμηρίωτου και αμφισβητούμενου δημόσιου συμφέροντος. Οι συλλογικές διεκδικήσεις εκφυλίζονται σε παρωδίες μαζικών κινητοποιήσεων, που, όπως έχουν σχεδιαστεί, ενίοτε, καθίστανται όχι μόνο αναποτελεσματικές, αλλά και επιζήμιες για σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, διαβρώνοντας περαιτέρω την εσωτερική αλληλεγγύη μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Παράλληλα, οι δημοκρατικές διαδικασίες προφανώς έχουν απολέσει πλέον το αληθινό τους νόημα, αφού οι πολίτες ψηφίζουν κόμματα συλλήβδην απαξιωμένα, που μετά τις εκλογές ακολουθούν κατά κανόνα εντελώς διαφορετικούς δρόμους από εκείνους που είχαν εξαγγείλει. Ο φόβος, η ανασφάλεια και η οργή δεν μετατρέπονται όμως σε συλλογικότητα, αλλά σε εσωστρέφεια, καχυποψία και έναν ιδιότυπο συντηρητισμό με επίκεντρο την ατομική επιβίωση.
Κανείς δεν γνωρίζει πλέον ποιο θα είναι αύριο το οικογενειακό του εισόδημα, ούτε αν θα επαρκεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν γνωρίζει εάν και με ποιους όρους θα εργάζεται την επόμενη μέρα, πότε και πόση σύνταξη θα λάβει, με ποιο νόμισμα θα συναλλάσσεται, πώς θα φορολογείται ή εάν τα παιδιά του έχουν μέλλον σε αυτή τη χώρα. Και ουδείς μπορεί να δεσμευτεί ή, έστω, να πιθανολογήσει με σοβαρότητα τι σκοπεύουν να πράξουν αύριο οι κυβερνώντες, ποια «νέα μέτρα» θα αποφασιστούν εν μια νυκτί.
Αυτή η διάχυτη αβεβαιότητα παραλύει την ελληνική κοινωνία, απομυζώντας τα τελευταία υπολείμματα δυναμισμού, σε μια περίοδο που θα απαιτούσε την αξιοποίηση κάθε ικμάδας με βάση ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Αντί για αυτό, ωστόσο, η αίσθηση που τείνει να επικρατήσει είναι ότι οι κάτοικοι αυτής της χώρας έχουν μετατραπεί σε πειραματόζωα, μια ολόκληρη κοινωνία σε δοκιμαστικό σωλήνα, προκειμένου να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν οι οικονομικές θεωρίες έγκριτων οικονομολόγων, διεθνών οργανισμών και μαθητευόμενων μάγων της πολιτικής.
Οι πολίτες υφίστανται ακατάπαυστα έναν βομβαρδισμό πληροφοριών, μελετών, προβλέψεων, που καταλήγουν σε διαφορετικές εκτιμήσεις και σενάρια για το ίδιο τους το μέλλον, χωρίς ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα ούτε να παρέμβουν, ούτε να επηρεάσουν, ούτε καν να αντιληφθούν πλήρως τι ακριβώς διαδραματίζεται τους τελευταίους μήνες. Αυτόκλητοι αναλυτές διατυπώνουν καθημερινά αντικρουόμενες απόψεις, καθώς νεοφιλελεύθεροι, κεϊνσιανοί και μαρξιστές καταλήγουν σε προγνώσεις που η μία εμφανίζεται πιο σκοτεινή και δυσοίωνη από την άλλη. Εκείνος, πάντως, που εκφέρει τον πιο καταστροφικό λόγο κερδίζει συνήθως τη μεγαλύτερη δημοσιότητα.
Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έχουν ήδη τεθεί από τους κρατούντες στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, εν ονόματι ενός απροσδιόριστου, ατεκμηρίωτου και αμφισβητούμενου δημόσιου συμφέροντος. Οι συλλογικές διεκδικήσεις εκφυλίζονται σε παρωδίες μαζικών κινητοποιήσεων, που, όπως έχουν σχεδιαστεί, ενίοτε, καθίστανται όχι μόνο αναποτελεσματικές, αλλά και επιζήμιες για σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, διαβρώνοντας περαιτέρω την εσωτερική αλληλεγγύη μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων. Παράλληλα, οι δημοκρατικές διαδικασίες προφανώς έχουν απολέσει πλέον το αληθινό τους νόημα, αφού οι πολίτες ψηφίζουν κόμματα συλλήβδην απαξιωμένα, που μετά τις εκλογές ακολουθούν κατά κανόνα εντελώς διαφορετικούς δρόμους από εκείνους που είχαν εξαγγείλει. Ο φόβος, η ανασφάλεια και η οργή δεν μετατρέπονται όμως σε συλλογικότητα, αλλά σε εσωστρέφεια, καχυποψία και έναν ιδιότυπο συντηρητισμό με επίκεντρο την ατομική επιβίωση.
Κανείς δεν γνωρίζει πλέον ποιο θα είναι αύριο το οικογενειακό του εισόδημα, ούτε αν θα επαρκεί για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Δεν γνωρίζει εάν και με ποιους όρους θα εργάζεται την επόμενη μέρα, πότε και πόση σύνταξη θα λάβει, με ποιο νόμισμα θα συναλλάσσεται, πώς θα φορολογείται ή εάν τα παιδιά του έχουν μέλλον σε αυτή τη χώρα. Και ουδείς μπορεί να δεσμευτεί ή, έστω, να πιθανολογήσει με σοβαρότητα τι σκοπεύουν να πράξουν αύριο οι κυβερνώντες, ποια «νέα μέτρα» θα αποφασιστούν εν μια νυκτί.
Αυτή η διάχυτη αβεβαιότητα παραλύει την ελληνική κοινωνία, απομυζώντας τα τελευταία υπολείμματα δυναμισμού, σε μια περίοδο που θα απαιτούσε την αξιοποίηση κάθε ικμάδας με βάση ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Αντί για αυτό, ωστόσο, η αίσθηση που τείνει να επικρατήσει είναι ότι οι κάτοικοι αυτής της χώρας έχουν μετατραπεί σε πειραματόζωα, μια ολόκληρη κοινωνία σε δοκιμαστικό σωλήνα, προκειμένου να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν οι οικονομικές θεωρίες έγκριτων οικονομολόγων, διεθνών οργανισμών και μαθητευόμενων μάγων της πολιτικής.