Πρώτο Θέμα, 11/08/19
Μετά την προεκλογική πόλωση, τις εκατέρωθεν ενέργειες ή απειλές ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και τις ανοίκειες προσωπικές επιθέσεις, μια εκ πρώτης όψεως παράξενη νηνεμία επικρατεί στην κομματική αντιπαράθεση. Παρότι ο αντιπολιτευτικός λόγος είναι οξύς, φαίνεται ότι στρέφεται περισσότερο κατά πολιτικών επιλογών παρά κατά προσώπων και, πάντως, δεν ακολουθεί το ύφος που χαρακτήριζε τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια. Όμως ούτε η Κυβέρνηση έσπευσε να εξαγγείλει εξεταστικές ή προανακριτικές επιτροπές για τα πεπραγμένα της προηγούμενης πενταετίας, όπως διατεινόταν προεκλογικά. Πού οφείλεται αυτή η «στροφή» στρατηγικής των δύο μεγάλων κομμάτων;
Κατ’ αρχάς η χώρα δεν αντέχει άλλο την παρατεταμένη, άγονη και ακραία πολιτική πολεμική μεταξύ των κομμάτων, που επικράτησε από το πρώτο Μνημόνιο μέχρι τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Σε όλα τα κράτη που υπέγραψαν Μνημόνια, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, οι όροι, η εφαρμογή τους και η έξοδος από αυτά δεν παρουσίασαν απρόβλεπτα προβλήματα ακριβώς επειδή επιτεύχθηκε η ρητή ή άρρητη σύμπραξη των πολιτικών δυνάμεων. Αντίθετα, στην Ελλάδα η πολιτική ένταση και οι τακτικές κινήσεις της εκάστοτε αντιπολίτευσης δεν λειτούργησαν επωφελώς για τη διαχείριση της κρίσης.
Είναι όμως αυτή η αιτία του μετεκλογικού μετριασμού των πολιτικών παθών ή υποκρύπτονται άλλες σταθμίσεις και ελιγμοί; Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη προτεραιότητα αποτελεί να παράξει απτά αποτελέσματα προκειμένου να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, να ενισχυθεί η ανάπτυξη και να βγει η οικονομία από τη στασιμότητα. Η επιστροφή στην ακραία πόλωση, την οποία θα υποκινούσε η έναρξη μιας περιόδου πολιτικού ρεβανσισμού, θα αποτελούσε δυσμενή παράγοντα για την ανάκαμψη της οικονομίας. Άλλωστε για τους πολίτες ζητούμενο δεν είναι να δουν τους προηγούμενους κυβερνώντες στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά η άνοδος του βιοτικού τους επιπέδου.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να πολιτογραφηθεί ως σταθερός πόλος στο πολιτικό σύστημα, που μετέχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων με τη λογική του κόμματος εξουσίας, αφήνοντας στο παρελθόν τον αντισυστημικό λόγο και τις πρακτικές δυναμικής διαμαρτυρίας. Το στοίχημα φαίνεται πως αφορά τον μετασχηματισμό του στον ένα από τους δύο σταθερούς πυλώνες του διαγραφόμενου νέου δικομματισμού, συντηρώντας τη φυσιογνωμία του κόμματος καρτέλ που νέμεται και διανέμει κρατικές προσόδους. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το εγχείρημα μετατροπής του σε πολυσυλλεκτικό κόμμα πού αποσκοπεί να καταλάβει τον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Τα προηγούμενα δεν έχουν σημασία μόνο για την αναδιάταξη του κομματικού συστήματος και την πορεία της οικονομίας, αλλά επηρεάζουν ευθέως μείζονες θεσμικές εξελίξεις. Τους επόμενους μήνες η Βουλή θα κληθεί να αποφασίσει για την αναθεώρηση του Συντάγματος, την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι επιλογές όλων των κομμάτων, ιδίως όμως των τριών μεγαλύτερων, θα επηρεάσουν τόσο τη διαμόρφωση του νέου κομματικού σκηνικού, όσο και το νέο θεσμικό περιβάλλον. Είναι κρίσιμο αν θα αναπαραχθεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο ΝΔ και ΚΙΝΑΛ ή θα επιτευχθούν ευρύτερες συναινέσεις ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ ή θα διαμορφωθεί ένα αντικυβερνητικό σχήμα ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Ως προς τους θεσμούς, πάντως, στην παρούσα συγκυρία ευκταίες είναι οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, για τις οποίες οι πολιτικές προϋποθέσεις φαίνεται πως υπάρχουν.