ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Εφημερίδα ΈΘΝΟΣ, 20/3/2012

Η κυβέρνηση Παπαδήμου αποτέλεσε μια λύση έκτακτης ανάγκης, μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα ακυβέρνητη στην πιο κρίσιμη περίοδο της μεταπολιτευτικής Ιστορίας. Δεν αποτελεί ούτε κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ούτε οικουμενική κυβέρνηση, αλλά μια ιδιότυπη κυβέρνηση συνασπισμού με ειδικό σκοπό, που κατά το μεγαλύτερο μέρος της συγκροτήθηκε από τους υπουργούς που μετείχαν στη μονοκομματική κυβέρνηση Παπανδρέου. Δεν έχει, συνεπώς, ούτε τα χαρακτηριστικά μιας γνήσιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, όπως αυτή του Μόντι, ούτε την ιδιοσυστασία μιας συνήθους κυβέρνησης συνασπισμού, που προκύπτει ως αποτέλεσμα κατακερματισμού της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων.
Αρα η κυβέρνηση Παπαδήμου μπορεί να αξιολογηθεί με γνώμονα εάν πέτυχε τον ειδικό σκοπό για τον οποίο συγκροτήθηκε. Με βάση αυτό το κριτήριο, υπήρξε μια επιτυχημένη κυβέρνηση. Ομως δεν διαθέτει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα της επέτρεπαν να μακροημερεύσει με θετικά αποτελέσματα για τη χώρα, αφού θεμελιώθηκε πάνω σε έναν εύθραυστο συμβιβασμό, αυστηρά οριοθετημένο, χωρίς να υφίστανται προγραμματικές συμφωνίες και αμοιβαίες δεσμεύσεις για τη μετά το PSI εποχή, ιδίως όμως χωρίς να έχουν διαμορφωθεί σημεία σύγκλισης σε όλο το εύρος των δημόσιων πολιτικών όπου καλείται να παρέμβει η κυβέρνηση. Συνεπώς, όσο κι αν το φάντασμα της ακυβερνησίας πλανιέται πάνω από τη χώρα, αναπόφευκτη εμφανίζεται η προσφυγή στις κάλπες.
Ομως την κρίσιμη δοκιμασία για το πολιτικό σύστημα θα αποτελέσει ο σχηματισμός κυβέρνησης αμέσως μετά τις εκλογές. Ολες οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη ότι κανένα κόμμα δεν θα διασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή. Ετσι, για πρώτη φορά μετά το 1926-28 (κυβέρνηση Ζαΐμη), αναμένεται ο σχηματισμός πολυκομματικής κυβέρνησης χωρίς «μεταβατική λογική», χωρίς δηλαδή να τελεί σε αναμονή απόκτησης αυτοδυναμίας ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα εξουσίας όπως συνέβη με τις δύο βραχύβιες κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα, που είχαν χρόνο ζωής περίπου τρεις μήνες η καθεμία, αφού η ΝΔ είχε κερδίσει το ’89 το 44% και το ’90 το 46% των ψήφων.
Οταν στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν είτε τον κανόνα είτε σύνηθες μοντέλο διακυβέρνησης, στην Ελλάδα παραμένει ταμπού, ως συνέπεια μιας βαθιά ριζωμένης πολιτικής κουλτούρας πόλωσης. Ομως στη σημερινή συγκυρία ούτε η ακυβερνησία, ούτε οι μικροκομματικοί ελιγμοί, ούτε οι αλλεπάλληλες ατελέσφορες εκλογικές αναμετρήσεις συνιστούν λύση. Αν τα κόμματα που θα εκπροσωπούνται στην επόμενη Βουλή δεν αναπτύξουν fast-track κουλτούρα συνεννόησης, τότε τόσο το χειρότερο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τα ίδια. Την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης θα χρεωθούν πρωτίστως τα δύο κόμματα εξουσίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα μείνει αλώβητη η εικόνα εκείνων των κομμάτων που θα επιλέξουν μια ανέξοδη καταγγελτική ρητορεία, τη στιγμή που απαιτείται η αναζήτηση ενός κοινού παρονομαστή για την εσωτερική ανάταξη και την εξωτερική εκπροσώπηση της χώρας.