Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 3/5/2011
Στον πρωθυπουργό συστηματικά προσάπτεται ελλειμματικός συντονισμός του κυβερνητικού έργου. Τις διαφωνίες που έχουν ανακύψει μεταξύ υπουργών, τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, τις αντιφατικές αποφάσεις κυβερνητικών στελεχών αρκετοί τις αποδίδουν σε πρωθυπουργική αδυναμία. Σε μια περίοδο όπου απαιτείται αποφασιστικότητα, ταχύτητα και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, ακόμη και τα συμπολιτευόμενα μέσα επικοινωνίας, αλλά και κορυφαίοι υπουργοί ασκούν κριτική για κωλυσιεργίες, πολυγλωσσία, έλλειψη συνοχής και κυβερνητικής αλληλεγγύης. Είναι όμως ο πρωθυπουργός υπεύθυνος για τις δυσλειτουργίες της κυβέρνησης;
Στα εκλογικευμένα κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, ο ρόλος του πρωθυπουργού είναι πρωταγωνιστικός. Ο πρωθυπουργός κατά κανόνα συγκεντρώνει επιπλέον τις ιδιότητες του αρχηγού του ισχυρότερου κόμματος και του προέδρου της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής ομάδας. Αυτός ορίζει και παύει τους υπουργούς κατά βούληση, επιβάλλει την κομματική πειθαρχία, χαράσσει κατ’ ουσίαν την κυβερνητική πολιτική, εκπροσωπεί διεθνώς τη χώρα με αποφασιστικές αρμοδιότητες και έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε όλα τα μεγάλα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι απλώς πρώτος μεταξύ ίσων αλλά ο κυρίαρχος στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Πώς μπορεί, ωστόσο, ένας άνθρωπος να αναλάβει ένα τόσο σύνθετο έργο και μάλιστα σε περίοδο δημοσιονομικής χρεοκοπίας και αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος; Ο πρωθυπουργός επιχείρησε, βέβαια, να μεταφέρει τμήμα του κυβερνητικού συντονισμού σε άλλα θεσμικά όργανα, όπως στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και τον υπουργό Επικρατείας και, αργότερα, στον πρώτο τη τάξει υπουργό. Όλα αυτά δεν είχαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ούτε θα μπορούσαν άλλωστε να υποκαταστήσουν τον δικό του ρόλο. Ούτε, όμως, μπορούν να θεωρηθούν εποικοδομητικές οι αιτιάσεις που αποδίδουν το έλλειμμα κυβερνητικού συντονισμού στην προσωπικότητα ή τις ατομικές επιδόσεις του πρωθυπουργού.
Αρκεί να διαθέτει κανείς στοιχειώδη γνώση του τρόπου άσκησης των πρωθυπουργικών αρμοδιοτήτων στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες για να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως συστημικό και οργανωτικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θεσμοθετήσει ήδη από τη δεκαετία του ’80 ένα ορθολογικό μοντέλο λειτουργίας της κυβέρνησης, ανεξάρτητα αν ουδέποτε το εφάρμοσε με συνέπεια, ενώ ο Κώστας Σημίτης οργάνωσε με επιμέλεια τις επιμέρους λειτουργίες του πρωθυπουργικού επιτελείου για τον συντονισμό και την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου. Όλα αυτά ατόνησαν επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή και, παρά τις σχετικές εξαγγελίες, δεν έτυχαν της δέουσας προσοχής επί Γ. Παπανδρέου.
Αντί λοιπόν να αναλώνεται πολύτιμος χρόνος σε ανούσιες ανακατανομές αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργείων, ίδρυση περιττών θέσεων υφυπουργών, «διορθωτικούς» ή «δομικούς» ανασχηματισμούς, προβολές βίντεο σε συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και επικοινωνιακά ευρήματα, απαιτείται η συγκρότηση ενός μηχανισμού που με διαφάνεια και σαφείς αρμοδιότητες θα υποστηρίζει τον πρωθυπουργό στον σχεδιασμό, την παρακολούθηση, τον συντονισμό και την αξιολόγηση της κυβερνητικής πολιτικής. Χωρίς ένα τέτοιο μηχανισμό, με τη μορφή ενδεχομένως της επί μακρόν συζητούμενης Γενικής Γραμματείας, σε όσες συσκέψεις και αν προεδρεύσει ο πρωθυπουργός, όσους ανασχηματισμούς και αν αποφασίσει, τα αποτελέσματα για τον κυβερνητικό συντονισμό θα παραμείνουν φτωχά.
Στα εκλογικευμένα κοινοβουλευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, ο ρόλος του πρωθυπουργού είναι πρωταγωνιστικός. Ο πρωθυπουργός κατά κανόνα συγκεντρώνει επιπλέον τις ιδιότητες του αρχηγού του ισχυρότερου κόμματος και του προέδρου της πλειοψηφούσας κοινοβουλευτικής ομάδας. Αυτός ορίζει και παύει τους υπουργούς κατά βούληση, επιβάλλει την κομματική πειθαρχία, χαράσσει κατ’ ουσίαν την κυβερνητική πολιτική, εκπροσωπεί διεθνώς τη χώρα με αποφασιστικές αρμοδιότητες και έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε όλα τα μεγάλα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Δεν είναι απλώς πρώτος μεταξύ ίσων αλλά ο κυρίαρχος στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Πώς μπορεί, ωστόσο, ένας άνθρωπος να αναλάβει ένα τόσο σύνθετο έργο και μάλιστα σε περίοδο δημοσιονομικής χρεοκοπίας και αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος; Ο πρωθυπουργός επιχείρησε, βέβαια, να μεταφέρει τμήμα του κυβερνητικού συντονισμού σε άλλα θεσμικά όργανα, όπως στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και τον υπουργό Επικρατείας και, αργότερα, στον πρώτο τη τάξει υπουργό. Όλα αυτά δεν είχαν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ούτε θα μπορούσαν άλλωστε να υποκαταστήσουν τον δικό του ρόλο. Ούτε, όμως, μπορούν να θεωρηθούν εποικοδομητικές οι αιτιάσεις που αποδίδουν το έλλειμμα κυβερνητικού συντονισμού στην προσωπικότητα ή τις ατομικές επιδόσεις του πρωθυπουργού.
Αρκεί να διαθέτει κανείς στοιχειώδη γνώση του τρόπου άσκησης των πρωθυπουργικών αρμοδιοτήτων στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες για να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι πρωτίστως συστημικό και οργανωτικό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θεσμοθετήσει ήδη από τη δεκαετία του ’80 ένα ορθολογικό μοντέλο λειτουργίας της κυβέρνησης, ανεξάρτητα αν ουδέποτε το εφάρμοσε με συνέπεια, ενώ ο Κώστας Σημίτης οργάνωσε με επιμέλεια τις επιμέρους λειτουργίες του πρωθυπουργικού επιτελείου για τον συντονισμό και την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου. Όλα αυτά ατόνησαν επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή και, παρά τις σχετικές εξαγγελίες, δεν έτυχαν της δέουσας προσοχής επί Γ. Παπανδρέου.
Αντί λοιπόν να αναλώνεται πολύτιμος χρόνος σε ανούσιες ανακατανομές αρμοδιοτήτων μεταξύ υπουργείων, ίδρυση περιττών θέσεων υφυπουργών, «διορθωτικούς» ή «δομικούς» ανασχηματισμούς, προβολές βίντεο σε συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και επικοινωνιακά ευρήματα, απαιτείται η συγκρότηση ενός μηχανισμού που με διαφάνεια και σαφείς αρμοδιότητες θα υποστηρίζει τον πρωθυπουργό στον σχεδιασμό, την παρακολούθηση, τον συντονισμό και την αξιολόγηση της κυβερνητικής πολιτικής. Χωρίς ένα τέτοιο μηχανισμό, με τη μορφή ενδεχομένως της επί μακρόν συζητούμενης Γενικής Γραμματείας, σε όσες συσκέψεις και αν προεδρεύσει ο πρωθυπουργός, όσους ανασχηματισμούς και αν αποφασίσει, τα αποτελέσματα για τον κυβερνητικό συντονισμό θα παραμείνουν φτωχά.