Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 1/10/2013
Η συζήτηση για την παραγωγή νέων Συνταγμάτων ή την ευρεία αναθεώρησή τους έχει εξαπλωθεί σε μεγάλο αριθμό κρατών την τελευταία τριετία, ως αποτέλεσμα δύο κυρίως εξελίξεων: από τη μία πλευρά η Αραβική Ανοιξη και η κατάρρευση αυταρχικών καθεστώτων καθιστά πράγματι επιτακτική την ψήφιση νέων καταστατικών χαρτών, τόσο για συμβολικούς-πολιτικούς λόγους όσο και προκειμένου να ανασυγκροτηθούν το πολιτικό σύστημα, οι σχέσεις κράτους-πολίτη και η οργάνωση της κρατικής εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά, η διεθνής οικονομική κρίση προκάλεσε ένα κύμα συνταγματικών αλλαγών, που έλαβαν τη μορφή είτε συνολικής αμφισβήτησης του προϊσχύοντος Συντάγματος, όπως στην Ισλανδία, είτε υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων που θεωρήθηκε ότι μπορούν να συμβάλουν στην υπέρβαση της κρίσης, όπως η κατοχύρωση του δημοσιονομικού κανόνα στα Συντάγματα της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Παράλληλα, ευρωπαϊκά κράτη με απαρχαιώμενα συνταγματικά κείμενα, που ισχύουν ακόμη και από τις αρχές του 19ου αιώνα χωρίς να έχουν έκτοτε προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, όπως η Νορβηγία και η Δανία, έχουν ξεκινήσει διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης παρότι η οικονομική κρίση δεν τις έπληξε ουσιωδώς.
Τίθεται το ερώτημα εάν είναι επιβεβλημένη ή χρήσιμη μια συνταγματική μεταβολή στην Ελλάδα, όπου η οικονομική κρίση υπήρξε πιο επώδυνη από ό,τι σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα παγιωμένες παθογένειες του πολιτικού, διοικητικού και δικαστικού συστήματος. Επ’ αυτού όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο έχουν καταθέσει προτάσεις και φαίνεται ότι σε αρκετές από αυτές, όπως η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, καταγράφονται συγκλίσεις.
Ωστόσο στη χώρα μας τα προβλήματα ούτε έχουν τις ρίζες τους στο Σύνταγμα ούτε τροφοδοτούνται από συνταγματικές ατέλειες. Οι μείζονες αλλαγές που απαιτούνται σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο προϋποθέτουν απλή νομοθετική ρύθμιση ή εφαρμογή ήδη θεσπισμένων αλλά μη εφαρμοσθέντων νόμων. Ετσι, η εκκίνηση ενός μεγαλεπήβολου αναθεωρητικού εγχειρήματος δεν αποκλείεται να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά, προκαλώντας παράλληλα καθυστερήσεις σε μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να έχουν ήδη συντελεστεί.