Εφημερίδα ¨ΕΘΝΟΣ”, 4/11/2008
Εάν προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές προτού συμπληρωθούν 18 μήνες από τη διενέργεια των προηγούμενων, δηλαδή μέχρι τη 15η Μαρτίου 2009, τότε αυτές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστα). Ενα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θεωρείται καθόλου απίθανο, λαμβανομένης υπόψη της οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η Νέα Δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων σκανδάλων, οικονομικής κρίσης αλλά και «αντάρτικου» από την πλευρά αρκετών βουλευτών της. Αλλωστε, έχει αποτελέσει κατ επανάληψη αντικείμενο πολιτικής συζήτησης τους τελευταίους μήνες ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες συνιστά κρυφό όπλο για τον πρωθυπουργό, προκειμένου να «εκκαθαρίσει» την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ από τους διαφωνούντες βουλευτές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μια διαδεδομένη αντίληψη, τίθεται στη διακριτική ευχέρεια των κομματικών ηγεσιών να καταρτίσουν τις εκλογικές λίστες, χωρίς να δεσμεύονται από τη νωπή λαϊκή ψήφο με σταυροδοσία. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη. Στην εκλογική νομοθεσία προβλέπεται η λίστα ως εξαίρεση στον κανόνα του σταυρού προτίμησης, προκειμένου να μην επιβαρύνονται οι βουλευτές με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί σκοπό του εκλογικού νομοθέτη να καταστήσει τη λίστα μέσο χειραγώγησης των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες. Στην αντίθετη εκδοχή, ο θεσμικός ρόλος των βουλευτών θα αλλοιωνόταν, αφού θα τελούσαν υπό καθεστώς έμμεσης απειλής ότι δεν θα συμπεριληφθούν σε εκλόγιμη θέση στους εκλογικούς συνδυασμούς.
Η ορθή ερμηνεία της ρύθμισης περί διενέργειας εκλογών με λίστα, όταν δεν έχει παρέλθει δεκαοκτάμηνο, είναι ότι η λίστα δεν καταρτίζεται αυθαίρετα από την κομματική ηγεσία, αλλά υποχρεωτικά ακολουθείται η σειρά εκλογής των βουλευτών και των επιλαχόντων στις προηγούμενες εκλογές. Τρεις εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από αυτόν τον κανόνα. Πρώτον, οι βουλευτές Επικρατείας, που ούτως ή άλλως δεν έχουν εκλεγεί με σταυρό προτίμησης. Δεύτερον, προφανώς αποκλείονται από τα ψηφοδέλτια όσοι παραιτήθηκαν ή διαγράφηκαν από το κόμμα. Τρίτον, εάν συγκροτηθεί συνασπισμός κομμάτων ή νέο κόμμα η κατάρτιση των ψηφοδελτίων του νέου πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο εξ αρχής πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Η επιλογή από τον νομοθέτη του συστήματος του σταυρού προτίμησης οφείλεται κατ ουσίαν στην αναγνώριση του γεγονότος ότι στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα δεν είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται με δημοκρατικές διαδικασίες κρίσιμες αποφάσεις, όπως η κατάρτιση δεσμευμένων συνδυασμών. Η λίστα ενσωματώθηκε στο εκλογικό σύστημα ως εξαιρετική περίπτωση ακριβώς για να μην υπόκεινται οι βουλευτές στον «εκβιασμό» των πρόωρων εκλογών. Αυτός ο «εκβιασμός» επιτυγχάνεται, όμως, πολύ περισσότερο εφόσον γίνει δεκτό ότι η λίστα είναι αντικείμενο ανέλεγκτης επιλογής από τις κομματικές ηγεσίες. Δεν χωρεί συνεπώς αμφιβολία ότι η σειρά εκλογής στις πρόσφατες εκλογές πρέπει να αποτυπωθεί και στη λίστα. Μια διαφορετική εξέλιξη, που θα συνεπαγόταν άλλωστε δικαστικές και πολιτικές περιπέτειες, θα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραποίηση της λαϊκής βούλησης, αλλά παράλληλα την περαιτέρω απαξίωση του κομματικού θεσμού και την αποδοκιμασία των κομματικών ηγεσιών. (Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτεί εκτενής σχετική επιστημονική μελέτη του υπογράφοντος, από κοινού με τον Ανδρέα Λοβέρδο).
Σύμφωνα, λοιπόν, με μια διαδεδομένη αντίληψη, τίθεται στη διακριτική ευχέρεια των κομματικών ηγεσιών να καταρτίσουν τις εκλογικές λίστες, χωρίς να δεσμεύονται από τη νωπή λαϊκή ψήφο με σταυροδοσία. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη. Στην εκλογική νομοθεσία προβλέπεται η λίστα ως εξαίρεση στον κανόνα του σταυρού προτίμησης, προκειμένου να μην επιβαρύνονται οι βουλευτές με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί σκοπό του εκλογικού νομοθέτη να καταστήσει τη λίστα μέσο χειραγώγησης των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες. Στην αντίθετη εκδοχή, ο θεσμικός ρόλος των βουλευτών θα αλλοιωνόταν, αφού θα τελούσαν υπό καθεστώς έμμεσης απειλής ότι δεν θα συμπεριληφθούν σε εκλόγιμη θέση στους εκλογικούς συνδυασμούς.
Η ορθή ερμηνεία της ρύθμισης περί διενέργειας εκλογών με λίστα, όταν δεν έχει παρέλθει δεκαοκτάμηνο, είναι ότι η λίστα δεν καταρτίζεται αυθαίρετα από την κομματική ηγεσία, αλλά υποχρεωτικά ακολουθείται η σειρά εκλογής των βουλευτών και των επιλαχόντων στις προηγούμενες εκλογές. Τρεις εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από αυτόν τον κανόνα. Πρώτον, οι βουλευτές Επικρατείας, που ούτως ή άλλως δεν έχουν εκλεγεί με σταυρό προτίμησης. Δεύτερον, προφανώς αποκλείονται από τα ψηφοδέλτια όσοι παραιτήθηκαν ή διαγράφηκαν από το κόμμα. Τρίτον, εάν συγκροτηθεί συνασπισμός κομμάτων ή νέο κόμμα η κατάρτιση των ψηφοδελτίων του νέου πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο εξ αρχής πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Η επιλογή από τον νομοθέτη του συστήματος του σταυρού προτίμησης οφείλεται κατ ουσίαν στην αναγνώριση του γεγονότος ότι στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα δεν είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται με δημοκρατικές διαδικασίες κρίσιμες αποφάσεις, όπως η κατάρτιση δεσμευμένων συνδυασμών. Η λίστα ενσωματώθηκε στο εκλογικό σύστημα ως εξαιρετική περίπτωση ακριβώς για να μην υπόκεινται οι βουλευτές στον «εκβιασμό» των πρόωρων εκλογών. Αυτός ο «εκβιασμός» επιτυγχάνεται, όμως, πολύ περισσότερο εφόσον γίνει δεκτό ότι η λίστα είναι αντικείμενο ανέλεγκτης επιλογής από τις κομματικές ηγεσίες. Δεν χωρεί συνεπώς αμφιβολία ότι η σειρά εκλογής στις πρόσφατες εκλογές πρέπει να αποτυπωθεί και στη λίστα. Μια διαφορετική εξέλιξη, που θα συνεπαγόταν άλλωστε δικαστικές και πολιτικές περιπέτειες, θα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραποίηση της λαϊκής βούλησης, αλλά παράλληλα την περαιτέρω απαξίωση του κομματικού θεσμού και την αποδοκιμασία των κομματικών ηγεσιών. (Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτεί εκτενής σχετική επιστημονική μελέτη του υπογράφοντος, από κοινού με τον Ανδρέα Λοβέρδο).