Τα Νέα, 19/11/19
Καθώς η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος βρίσκεται πλέον στην τελική φάση και θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του μήνα, η πρώτη κρίσιμη παρατήρηση αφορά την απουσία των πολιτών. Παρότι η έναρξη του αναθεωρητικού εγχειρήματος από την προηγούμενη κυβέρνηση συνοδεύτηκε από την εξαγγελία μίας ευρείας, ανοιχτής, συμμετοχικής διαδικασίας δημοσίου διαλόγου και εμπλοκής των πολιτών στον συνταγματικό διάλογο, η εξέλιξη υπήρξε απογοητευτική. Για τους πολίτες η διαδικασία αυτή υπήρξε σχεδόν αόρατη και η κοινωνία των πολιτών ήταν δυστυχώς απούσα.
Η αδιαφορία των πολιτών οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική τάξη εκμεταλλεύθηκε παραδοσιακά την αναθεωρητική διαδικασία ως επικοινωνιακό τέχνασμα. Ευθύνεται επίσης η υποχώρηση του συνταγματικού πατριωτισμού και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Ευθύνονται οι ματαιωμένες προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει επίμονα ο αντιμνημονιακός λόγος, με την καταχρηστική επίκληση του Συντάγματος και του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων ως μηχανισμού για την άρση των περιοριστικών μέτρων. Έτσι οδηγηθήκαμε σε υποχώρηση, αν όχι σε απαξίωση των συνταγματικών θεσμών. Φταίει όμως και το ίδιο το περιεχόμενο της τρέχουσας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, αφού με εξαίρεση την ψήφο των αποδήμων καμία αναθεωρητική πρόταση δεν φαίνεται να αγγίζει τις προσδοκίες της κοινωνίας.
Πολύς λόγος έγινε για την αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν την ποινική ευθύνη των Υπουργών και τη βουλευτική ασυλία. Διατυπώθηκε το επιχείρημα ότι με τις αλλαγές αυτές θα αμβλυνθεί η καχυποψία της κοινωνίας προς την πολιτική τάξη, επειδή θα παύσει η προνομιακή μεταχείριση των πολιτικών προσώπων για αδικήματα που τελούν. Ούτε αυτό όμως φαίνεται ότι συγκινεί πλέον τους πολίτες. Προτάσεις που αναφέρονταν στον περιορισμό της γραφειοκρατίας, στη βελτίωση του νομοθετικού έργου, στον εξορθολογισμό του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος ή στην απελευθέρωση της ανώτατης εκπαίδευσης από τα κρατικά δεσμά δεν έφτασαν ποτέ στην αναθεωρητική Βουλή.
Η σημαντικότερη διάταξη που πρόκειται να αναθεωρηθεί αφορά την αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής και την πρόωρη προκήρυξη εκλογών. Στην αλλαγή αυτή συμφώνησε το σύνολο σχεδόν της πολιτικής τάξης και του νομικού κόσμου. Ωστόσο η επιλογή που φαίνεται ότι θα επικρατήσει, δηλαδή η εκλογή Προέδρου χωρίς ευρύτερες κοινοβουλευτικές συναινέσεις, συνεπάγεται τη μείωση του κύρους του Προέδρου ως ρυθμιστή του πολιτεύματος. Ας ελπίσουμε ότι, έστω σε αυτή την τελευταία φάση της αναθεώρησης, θα υιοθετηθεί μία καλύτερη λύση.
Πρόκειται λοιπόν για μία χαμένη ευκαιρία; Κατά τη γνώμη μου οι περισσότερες από τις τροποποιήσεις που θα επέλθουν με την αναθεώρηση βελτιώνουν το συνταγματικό κείμενο. Αν και το εγχείρημα δεν διέπεται από ένα συνεκτικό σχέδιο συνταγματικής πολιτικής, αλλά επιλύει με τρόπο αποσπασματικό επιμέρους ζητήματα, οι παρεμβάσεις είναι χρήσιμες. Όμως δεν αποτολμήθηκε να τροποποιηθεί η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, προκειμένου τουλάχιστον να καταργηθεί η πενταετής προθεσμία για την έναρξη της επόμενης αναθεώρησης. Άρα για να προχωρήσουν κρίσιμες αναθεωρητικές πρωτοβουλίες που δεν ευοδώθηκαν στην παρούσα Βουλή, θα πρέπει να περιμένουμε περίπου μία δεκαετία ακόμη.