Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 17/5/2011
Κάθε μέρα που περνάει συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο η εναπομείνασα εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση, τον πρωθυπουργό και τα πολιτικά κόμματα. Αυτό δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο ούτε στις διαρκείς διαψεύσεις προηγούμενων δηλώσεων, προβλέψεων και διαβεβαιώσεων της πολιτικής ηγεσίας, ούτε στην «αποκάλυψη» κρυφών διαπραγματεύσεων ή μυστικών συμφωνιών, αλλά πρωτίστως στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ωρίμασε απότομα μέσα από την κρίση και συνειδητοποιεί με οδυνηρό τρόπο ότι αντί να ανακάμπτει η οικονομία, βυθίζεται βαθύτερα στην ύφεση, συσσωρεύοντας ανέργους, κοινωνικά αποκλεισμένους, οικονομικά κατεστραμμένους ανθρώπους.
Ανεξάρτητα από πολιτικές προτιμήσεις, που ούτως ή άλλως εξανεμίζονται μέσα στον πολιτικό πολτό τον οποίο αναμοχλεύουν οι συλλογικές πολιτικές ευθύνες για τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις της κρίσης, η ελληνική κοινωνία αντιλαμβάνεται και εκφράζει απερίφραστα την απαξίωσή της για την πολιτική τάξη. Παρότι υπάρχουν μέλη της κυβέρνησης και στελέχη της δημόσιας διοίκησης που μοχθούν καθημερινά για να αλλάξουν στον τομέα ευθύνης τους κατεστημένες ανομίες, δυσλειτουργίες, εστίες διαφθοράς και σπατάλης, ωστόσο η γενική εικόνα της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους εμφανίζεται επιεικώς αποτελματωμένη και προκαλεί συχνά πανικό.
Η τελευταία επίσκεψη-έλεγχος των εκπροσώπων της τρόικας ανέδειξε εκκωφαντική αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής και μηδαμινή πρόοδο στους τεθέντες στόχους. Ασφαλώς είναι θλιβερό ότι απαιτείται εξωτερικός έλεγχος, υπό ενίοτε εξευτελιστικούς όρους, προκειμένου να αποκαλύπτεται η ανεπάρκεια της κυβέρνησης και της διοίκησης να υλοποιήσουν ακόμη και αυτονόητης χρησιμότητας μεταρρυθμίσεις που έχουν προαναγγελθεί, συχνά μάλιστα έχουν νομοθετηθεί και παραμένουν κενό γράμμα. Είναι θλιβερό, για παράδειγμα, να απαιτείται δέσμευση έναντι της τρόικας ώστε να προχωρήσουν οι παρεμβάσεις για τη μείωση της γραφειοκρατίας, που εμποδίζει την ανάπτυξη και ροκανίζει πολύτιμους πόρους, αλλά είναι ακόμη θλιβερότερο και εξοργιστικό τα αναγκαία βήματα να γίνονται σημειωτόν.
Κάθε μέρα που περνάει υποθηκεύεται το μέλλον της χώρας, των κατοίκων της και των επόμενων γενεών. Οι αυταπάτες ότι μετά από λίγα χρόνια όλα θα επιστρέψουν στην προηγούμενη «ομαλότητα» εξανεμίζονται. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο μετά την κρίση. Ανεξάρτητα από το αν το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα θα κατακρημνιστεί στο επίπεδο της δεκαετίας του ΄60 ή του ΄80, αν θα επιστρέψουμε στη δραχμή μετατρεπόμενοι πάλι σε φτωχούς συγγενείς των Ευρωπαίων εταίρων, αν η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων και του υποτυπώδους κοινωνικού κράτους θα οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες και την εγκληματικότητα σε βαθμό ώστε να διαλυθούν κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις και παραδόσεις, προβλέψιμο είναι ότι το πολιτικό τοπίο θα μεταβληθεί άρδην, παρασύροντας όχι μόνο όσους έχουν συνδέσει την πολιτική τους διαδρομή με τη χρεοκοπία, αλλά ευρύτερα τους πολιτικούς και κομματικούς σχηματισμούς της μεταπολίτευσης. Το αγωνιώδες ερώτημα -και η πρόκληση ταυτόχρονα- είναι μήπως η διάδοχη πολιτική τάξη αποδειχθεί ακόμη χειρότερη από τους υπαίτιους της εθνικής χρεοκοπίας.
Ανεξάρτητα από πολιτικές προτιμήσεις, που ούτως ή άλλως εξανεμίζονται μέσα στον πολιτικό πολτό τον οποίο αναμοχλεύουν οι συλλογικές πολιτικές ευθύνες για τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις της κρίσης, η ελληνική κοινωνία αντιλαμβάνεται και εκφράζει απερίφραστα την απαξίωσή της για την πολιτική τάξη. Παρότι υπάρχουν μέλη της κυβέρνησης και στελέχη της δημόσιας διοίκησης που μοχθούν καθημερινά για να αλλάξουν στον τομέα ευθύνης τους κατεστημένες ανομίες, δυσλειτουργίες, εστίες διαφθοράς και σπατάλης, ωστόσο η γενική εικόνα της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους εμφανίζεται επιεικώς αποτελματωμένη και προκαλεί συχνά πανικό.
Η τελευταία επίσκεψη-έλεγχος των εκπροσώπων της τρόικας ανέδειξε εκκωφαντική αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής και μηδαμινή πρόοδο στους τεθέντες στόχους. Ασφαλώς είναι θλιβερό ότι απαιτείται εξωτερικός έλεγχος, υπό ενίοτε εξευτελιστικούς όρους, προκειμένου να αποκαλύπτεται η ανεπάρκεια της κυβέρνησης και της διοίκησης να υλοποιήσουν ακόμη και αυτονόητης χρησιμότητας μεταρρυθμίσεις που έχουν προαναγγελθεί, συχνά μάλιστα έχουν νομοθετηθεί και παραμένουν κενό γράμμα. Είναι θλιβερό, για παράδειγμα, να απαιτείται δέσμευση έναντι της τρόικας ώστε να προχωρήσουν οι παρεμβάσεις για τη μείωση της γραφειοκρατίας, που εμποδίζει την ανάπτυξη και ροκανίζει πολύτιμους πόρους, αλλά είναι ακόμη θλιβερότερο και εξοργιστικό τα αναγκαία βήματα να γίνονται σημειωτόν.
Κάθε μέρα που περνάει υποθηκεύεται το μέλλον της χώρας, των κατοίκων της και των επόμενων γενεών. Οι αυταπάτες ότι μετά από λίγα χρόνια όλα θα επιστρέψουν στην προηγούμενη «ομαλότητα» εξανεμίζονται. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο μετά την κρίση. Ανεξάρτητα από το αν το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα θα κατακρημνιστεί στο επίπεδο της δεκαετίας του ΄60 ή του ΄80, αν θα επιστρέψουμε στη δραχμή μετατρεπόμενοι πάλι σε φτωχούς συγγενείς των Ευρωπαίων εταίρων, αν η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων και του υποτυπώδους κοινωνικού κράτους θα οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες και την εγκληματικότητα σε βαθμό ώστε να διαλυθούν κοινωνικές και πολιτισμικές σχέσεις και παραδόσεις, προβλέψιμο είναι ότι το πολιτικό τοπίο θα μεταβληθεί άρδην, παρασύροντας όχι μόνο όσους έχουν συνδέσει την πολιτική τους διαδρομή με τη χρεοκοπία, αλλά ευρύτερα τους πολιτικούς και κομματικούς σχηματισμούς της μεταπολίτευσης. Το αγωνιώδες ερώτημα -και η πρόκληση ταυτόχρονα- είναι μήπως η διάδοχη πολιτική τάξη αποδειχθεί ακόμη χειρότερη από τους υπαίτιους της εθνικής χρεοκοπίας.