Πρώτο Θέμα, 04/11/18
Η στιγμή που επέλεξε ο πρωθυπουργός να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία είναι απρόσφορη. Η χώρα έχει μπει σε μια πολύπλοκη και, όπως φαίνεται, πολωμένη προεκλογική περίοδο ενόψει των αυτοδιοικητικών, ευρωβουλευτικών και βουλευτικών εκλογών του 2019. Ταυτόχρονα, πολλοί αναρωτιούνται αν αυτή η προεκλογική περίοδος θα συνοδευθεί από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, όπως παροτρύνει την κυβέρνηση (ή μήπως και την αρμόδια για τις διώξεις Δικαιοσύνη;) ο υπουργός Υγείας. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα είναι αμφίβολο αν μπορεί να διεξαχθεί μια εποικοδομητική συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η χρονική περίοδος που έρχεται η αναθεώρηση στη Βουλή καθιστά «ύποπτες» τις προθέσεις των κυβερνώντων. Δεν είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που εργαλειοποιείται ένα αναθεωρητικό διάβημα, είτε προκειμένου να απομακρυνθεί η προσοχή των πολιτών από άλλα κρίσιμα προβλήματα, είτε για να διαμορφωθεί ένα επικοινωνιακό πλαίσιο που να εξυπηρετεί τον εκλογικό σχεδιασμό των εκάστοτε κυβερνώντων. Γιατί έπρεπε λοιπόν να φτάσουμε έξι μήνες πριν από τις εκλογές του Μαΐου για να ξεκινήσει η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία;
Αξιοπρόσεκτο είναι, επίσης, ότι οι προτάσεις που δημοσιοποιήθηκαν δεν αποκλίνουν ουσιωδώς από όσα είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός πριν από 30 περίπου μήνες, τον Ιούλιο του 2016. Τι εισέφερε λοιπόν ο περίφημος δημόσιος διάλογος και σε ποια πεδία λήφθηκε υπόψη; Οι προτάσεις δεν συνοδεύονται ούτε από τεκμηρίωση, ούτε από εσωτερική συνοχή, ούτε από μία στοιχειώδη ανάλυση επιπτώσεων. Είναι αποσπασματικές, ανεπεξέργαστες, με στοχεύσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα. Κάποιες από αυτές μάλιστα, όπως οι επαναλαμβανόμενες μέχρι και εννέα φορές ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, με τελικό στάδιο την πιθανότητα προσφυγής στο εκλογικό σώμα, θα μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Υπάρχουν κρίσιμα ερωτήματα που οφείλει να θέσει και να απαντήσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης, διαβουλευόμενος με την κοινωνία πολιτών και την επιστημονική κοινότητα, τα οποία οι μαθητευόμενοι συνταγματικοί μάγοι του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αγνοούν. Πώς συναρθρώνεται κάθε θεσμός ή ρύθμιση στην ενότητα της συνταγματικής τάξης και πώς αλληλεπιδρά με άλλους θεσμούς και ρυθμίσεις; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή κάθε συνταγματικής διάταξης, ποιες δημόσιες πολιτικές απαιτούνται για να καταστεί λυσιτελής, πώς συναρμόζεται με την υφιστάμενη νομοθεσία, διοικητική δομή ή νομολογία;
Και ακόμη, πώς επιτυγχάνεται συναίνεση επί του περιεχομένου κάθε συνταγματικού θεσμού χωρίς να χάνονται, μέσα σε ατέρμονες διαδικασίες διαβούλευσης, η λεκτική οικονομία, η αποτελεσματικότητα και η ορθολογικότητα του Συντάγματος; Πόσο συμβατή είναι κάθε νέα ρύθμιση προς τις διεθνείς και υπερεθνικές δεσμεύσεις του κράτους, ιδίως προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Σε τελική ανάλυση, πόσο αναγκαία είναι κάθε προτεινόμενη μεταβολή του συνταγματικού κειμένου και πόσο πειστική κρίνεται σε κάθε περίπτωση η σχετική επιχειρηματολογία;
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αναθεωρητικό εγχείρημα του οποίου η προεκλογική στόχευση είναι πρόδηλη. Αποσκοπεί να αποπροσανατολίσει την κοινωνία από τα φλέγοντα προβλήματα της υπερφορολόγησης, της αποτελματωμένης οικονομίας, της ανεργίας, της κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος, προβάλλοντας την σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως φορέα μεγάλων θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Όσο για την ουσία του πράγματος, η υιοθέτηση των συγκεκριμένων προτάσεων του μείζονος κυβερνητικού εταίρου θα μετέτρεπε το Σύνταγμά μας σε κουρελού, που ουδείς πλέον εντός και εκτός συνόρων θα υπολήπτεται.