Η ΑΥΓΗ, 10.9.2023
Πριν από έναν ακριβώς χρόνο, τον Σεπτέμβριο του 2022, δύο γεγονότα επιβεβαίωσαν την αργόσυρτη υποχώρηση της δημοκρατίας και την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Το πρώτο ήταν η εκλογική επιτυχία της Ακροδεξιάς στη Σουηδία, μια χώρα που αποτέλεσε υπόδειγμα κοινωνικού κράτους, ανεκτικότητας και συμπεριληπτικότητας. Η διεύρυνση των ανισοτήτων την τελευταία εικοσαετία και η αποδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, σε συνάρτηση με το ταυτοτικό ζήτημα, έφεραν για πρώτη φορά στην κυβέρνηση ένα ξενοφοβικό, κρυπτο-νεοναζιστικό κόμμα.
Το δεύτερο γεγονός ήταν η «πρώτη φορά Ακροδεξιά» στην Ιταλία, την τρίτη οικονομία της Ευρώπης, μέλος του G7, των επτά ισχυρότερων οικονομιών της Δύσης, ανάμεσα στα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα αμάλγαμα νεοφασιστών ή «μεταφασιστών», ρατσιστών και αντιευρωπαϊστών, που διατηρούν πολιτικούς δεσμούς με την Αντιφιλελεύθερη Διεθνή, με καθεστώτα όπως της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Αυτή η αργόσυρτη διολίσθηση της δημοκρατίας συντελείται μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις που πλήττουν ολόκληρο τον πλανήτη –οικονομική κρίση, πανδημία, κρίση ασφάλειας, κλιματική και ενεργειακή κρίση– δηλητηριάζοντας τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτελεί μία διαδικασία σταδιακής παρακμής ή αποσάθρωσης της δημοκρατίας, που δεν οφείλεται πρωτίστως στις επιθέσεις από δεδηλωμένους εχθρούς της δημοκρατίας, όσο από τους υποτιθέμενους φίλους ή, συχνά, τους ίδιους τους λειτουργούς της: Απαξιωμένα και αυτοαναφορικά πολιτικά κόμματα, υποταγμένα ΜΜΕ, δικαστές υπάκουοι στους εκάστοτε κυβερνώντες, κοινωνίες πολιτών εξαρτημένες, δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ελλάδα η καταδίκη της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης τον Οκτώβριο του 2020 υπήρξε μία σημαντική νίκη απέναντι στην Ακροδεξιά. Ωστόσο σήμερα, λιγότερο από τρία χρόνια αργότερα, οι νεοφασιστικές και μεταφασιστικές δυνάμεις επιστρέφουν με διαφορετικά πρόσωπα. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των επιγόνων της Χρυσής Αυγής μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου αλλά στην ανάκαμψη του ακροδεξιού λόγου και σε δράσεις που θυμίζουν τα Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής, όπως η δολοφονία του μετανάστη Σιζάρ Σαφτάρ στις 8 Αυγούστου και οι παρακρατικές πρωτοβουλίες των ακροδεξιών «πολιτοφυλάκων» στον Έβρο με αφορμή τις πυρκαγιές.
Οι άτεχνες τροπολογίες της κυβέρνησης για τον εκλογικό αποκλεισμό πολιτικών κομμάτων που συνδέονται με καταδικασμένα μέλη της Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν απέτρεψαν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των «Σπαρτιατών», αλλά στην πράξη αποτέλεσαν μία δωρεάν προεκλογική καμπάνια υπέρ της Ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα την εκλογή προσώπων που ήταν υποψήφιοι των αποκλεισθέντων «Ελλήνων» του Η. Κασιδιάρη. Ωστόσο, το ισχυρότερο «καύσιμο» για τα νεοφασιστικά, ρατσιστικά μορφώματα αποτελεί η διολίσθηση του πολιτικού λόγου των κεντροδεξιών κομμάτων, αλλά όχι μόνο, σε όλη την Ευρώπη προς τις θέσεις που εκφράζει η Ακροδεξιά, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από μερικά χρόνια.
Έχει αποδειχθεί ότι ο εκλογικός αποκλεισμός κομμάτων δεν αποτελεί τη σωστή μέθοδο για την αντιμετώπιση των νεοφασιστικών μορφωμάτων. Ακόμη και σε χώρες που έχουν κατοχυρώσει συνταγματικά το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, στην πράξη η απαγόρευση κομμάτων έχει εγκαταλειφθεί. Τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού, αντισυστημικού και ρατσιστικού λόγου. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και το βιβλίο μου «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος» (εκδ. Τόπος 2023), μια αφήγηση της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Κάθε αφήγηση είναι μια άσκηση μνήμης. Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από τη νύχτα που έφυγε ο Παύλος Φύσσας, δέκα χρόνια από τον λεγόμενο ελληνικό Σεπτέμβριο της Χρυσής Αυγής. Αν δεν είχε συλληφθεί στον τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα ενδεχομένως η πορεία της Χρυσής Αυγής να ήταν εντελώς διαφορετική. Οφείλουμε να θυμόμαστε την δολοφονική της δράση με βάση τα γεγονότα και τις μαρτυρίες των θυτών και των θυμάτων, για να μην τεθούμε αντιμέτωποι με μια παρόμοια συνθήκη.