ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ;

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 11/10/2011

Τον Αύγουστο του 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτικά στην Αθήνα έχοντας υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, που σφράγιζε τη σχεδόν ολοκληρωμένη πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Δύο μήνες αργότερα το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε απρόσμενα από την αντιβενιζελική παράταξη και ο εθνικός διχασμός αναζωπυρώθηκε. Ακολούθησαν η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο, εκκαθαρίσεις στη διοίκηση και τον στρατό και σειρά αποτυχημένων επιλογών που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Είκοσι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1941, σε μία κρίσιμη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιωάννης Μεταξάς πεθαίνει αφήνοντας κενό εξουσίας. Όταν ο Άγγλος πρεσβευτής πρότεινε στον βασιλιά Γεώργιο τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας με τη συμμετοχή και των βενιζελικών, εκείνος αρνήθηκε σπαταλώντας την ευκαιρία να τερματιστεί μία μακρόχρονη πολιτική διαμάχη. Ταυτόχρονα υποσκάφθηκε η διαπραγματευτική ικανότητα της κυβέρνησης στις ελληνοαγγλικές συνομιλίες, που δεν αφορούσαν μόνο την αμυντική στρατηγική, αλλά ευρύτερες ελληνικές διεκδικήσεις, όπως η κατάργηση του διεθνούς οικονομικού ελέγχου και το Κυπριακό.
Κυβέρνηση εθνικής ενότητας σχηματίστηκε το καλοκαίρι του 1974, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Όμως, η κυπριακή τραγωδία είχε πλέον συντελεστεί. Η ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία επιτεύχθηκε χάρη στη συστράτευση όλων των πολιτικών δυνάμεων, ωστόσο η κατοχή της Κύπρου δεν μπορούσε πλέον να αποσοβηθεί.
Τους μήνες ή ακόμη και τις μέρες πριν από μια εθνική τραγωδία συνήθως παρατηρείται περίεργη «νηνεμία». Τον Αύγουστο του 1922, πριν εκδηλωθεί η τελική επίθεση των κεμαλικών δυνάμεων, είχε προηγηθεί ένας σχεδόν χρόνος στρατιωτικής απραξίας. Τον Ιανουάριο του 1941 ο ελληνικός στρατός παρέμενε νικηφόρος, αλλά η ιταλική αντεπίθεση του Μαρτίου και η γερμανική εισβολή του Απριλίου ήταν προ των πυλών. Τις εβδομάδες πριν από την 21η Απριλίου του ’67 ο κίνδυνος της δικτατορίας ήταν εμφανής, όμως οι κομματικές αντιπαραθέσεις κορυφώνονταν και η απαξίωση της πολιτικής τάξης διογκώνονταν. Η ανάγκη παραμερισμού της κομματικής αντιμαχίας ήταν αναμφισβήτητη, όμως οι πολιτικές ηγεσίες αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Ελάχιστοι δεν αντιλαμβάνονται σήμερα την κρισιμότητα των στιγμών.
Οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους διεθνείς δανειστές πραγματοποιούνται εν μέσω ανηλεούς σφυροκοπήματος από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ορισμένοι θεωρούν ότι μία καταστροφή θα δικαιώσει τις αντιπολιτευτικές τους κορώνες. Έτσι αποδυναμώνεται τόσο η διαπραγματευτική ισχύς έναντι των Ευρωπαίων εταίρων όσο και η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Καθώς η χώρα επιστρέφει γοργά στο βιοτικό επίπεδο, τις συνθήκες εργασίας και τη μιζέρια της δεκαετίας του ’50, οι πολιτικές ηγεσίες συνεχίζουν να παίζουν ρόλους ανάρμοστους μπροστά στο ενδεχόμενο μιας εθνικής καταστροφής.
Ενώ στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία επιτεύχθηκε εθνική συνεννόηση, στην Ελλάδα επικρατούν για ακόμη μία φορά οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Εκ των υστέρων βέβαια, οι κομματικές αντεγκλήσεις (και όσοι πρωταγωνιστούν σε αυτές) δεν θα έχουν πια καμία σημασία.