Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 5/7/2011
Το 1944, ενόσω οι μάχες στην Ευρώπη και στον Ειρηνικό Ωκεανό μαίνονταν, ο πρόεδρος Ρούζβελτ συγκάλεσε στην πόλη Bretton Woods μια διεθνή συνδιάσκεψη, με αντικείμενο τον σχεδιασμό ενός μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος και την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων οικονομιών της Ευρώπης.
Από τη συνδιάσκεψη προέκυψε η ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, ιδίως όμως δημιουργήθηκε το διεθνές νομισματικό σύστημα σταθερών ισοτιμιών, που αποκλήθηκε “σύστημα Bretton Woods” και λειτούργησε μέχρι το 1971.
Μετά την ολοκλήρωση της συνδιάσκεψης ο μεγάλος οικονομολόγος Κέινς, που εκπροσώπησε τη Βρετανία, είπε χαρακτηριστικά ότι “κληθήκαμε να εκτελέσουμε ταυτόχρονα τα καθήκοντα του οικονομολόγου, του χρηματιστή, του πολιτικού, του δημοσιογράφου, του προπαγανδιστή, του νομικού, καθώς επίσης του προφήτη και του μάντη”. Καθώς η Ελλάδα παραμένει στο επίκεντρο της διεθνούς κρίσης, δηλαδή ενός περίπλοκου οικονομικού και πολιτικού πολέμου μεταξύ χρηματοπιστωτικών κολοσσών, οίκων πιστωτικής αξιολόγησης, πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών, νομισμάτων, ιδεολογιών και, εντέλει, συγκρουόμενων εθνικών, κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, δεν απέχει πολύ το έργο του Έλληνα υπουργού Οικονομικών από τον πολυσύνθετο ρόλο που κλήθηκαν να επιτελέσουν στο Bretton Woods οι εκπρόσωποι των Συμμάχων. Ίσως μάλιστα τα καθήκοντα του προφήτη και του προπαγανδιστή να εμφανίζονται σήμερα απαιτητικότερα σε σύγκριση με εκείνα του νομικού ή του οικονομολόγου – άλλωστε στην ουσία της πολιτικής τα στοιχεία της πρόβλεψης και της επικοινωνίας υπερέχουν έναντι της τεχνοκρατικής γνώσης.
Από τις μεγάλες αγωνίες του Ευ. Βενιζέλου πιθανόν η σημαντικότερη συνίσταται στην αποκατάσταση της χαμένης αξιοπιστίας αφενός του κράτους έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των διεθνών αγορών και, αφετέρου, της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος έναντι της ελληνικής κοινωνίας.
Αξιοπιστία έναντι των ξένων σημαίνει τήρηση των συμφωνημένων, οριστική απαλλαγή από τα “greek statistics”, σταθερή στρατηγική και προπαντός παραγωγή έργου αντί της ακυβερνησίας των προηγούμενων μηνών, με προτεραιότητα την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Από την άλλη πλευρά, η αξιοπιστία έναντι της κοινωνίας προϋποθέτει να μη συνεχιστεί η ρουτίνα της διάψευσης ανά λίγες εβδομάδες δεδηλωμένων δεσμεύσεων και προγνώσεων. Σημαίνει, επίσης, να επιτευχθούν επιτέλους απτά αποτελέσματα, σε συνάρτηση με την πολυθρύλητη δίκαιη κατανομή βαρών. Ωστόσο την πιο βαθιά κρυμμένη αγωνία του νέου “τσάρου” αποτελεί μάλλον η εγγενής αλυσιτέλεια του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Όλοι γνωρίζουν, ανεξάρτητα αν το παραδέχονται, ότι το Μνημόνιο “δεν βγαίνει”, αλλά συνιστά μια μεταβατική διαρρύθμιση, με ορίζοντα την ωρίμανση των διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το μέλλον του ευρώ και, ευρύτερα, της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και ότι οι θυσίες των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων είναι άνισες και μάταιες, αφού τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο η αξιολόγηση του έργου του Ευ. Βενιζέλου συναρτάται τελικά με την οικοδόμηση ενός νέου Bretton Woods. Εν προκειμένω η ιδιότητα του πολιτικού δεν αρκεί, αφού, παραφράζοντας τον Κέινς, χρειάζονται μάντεις και μάγοι.
Από τη συνδιάσκεψη προέκυψε η ίδρυση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, ιδίως όμως δημιουργήθηκε το διεθνές νομισματικό σύστημα σταθερών ισοτιμιών, που αποκλήθηκε “σύστημα Bretton Woods” και λειτούργησε μέχρι το 1971.
Μετά την ολοκλήρωση της συνδιάσκεψης ο μεγάλος οικονομολόγος Κέινς, που εκπροσώπησε τη Βρετανία, είπε χαρακτηριστικά ότι “κληθήκαμε να εκτελέσουμε ταυτόχρονα τα καθήκοντα του οικονομολόγου, του χρηματιστή, του πολιτικού, του δημοσιογράφου, του προπαγανδιστή, του νομικού, καθώς επίσης του προφήτη και του μάντη”. Καθώς η Ελλάδα παραμένει στο επίκεντρο της διεθνούς κρίσης, δηλαδή ενός περίπλοκου οικονομικού και πολιτικού πολέμου μεταξύ χρηματοπιστωτικών κολοσσών, οίκων πιστωτικής αξιολόγησης, πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών, νομισμάτων, ιδεολογιών και, εντέλει, συγκρουόμενων εθνικών, κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων, δεν απέχει πολύ το έργο του Έλληνα υπουργού Οικονομικών από τον πολυσύνθετο ρόλο που κλήθηκαν να επιτελέσουν στο Bretton Woods οι εκπρόσωποι των Συμμάχων. Ίσως μάλιστα τα καθήκοντα του προφήτη και του προπαγανδιστή να εμφανίζονται σήμερα απαιτητικότερα σε σύγκριση με εκείνα του νομικού ή του οικονομολόγου – άλλωστε στην ουσία της πολιτικής τα στοιχεία της πρόβλεψης και της επικοινωνίας υπερέχουν έναντι της τεχνοκρατικής γνώσης.
Από τις μεγάλες αγωνίες του Ευ. Βενιζέλου πιθανόν η σημαντικότερη συνίσταται στην αποκατάσταση της χαμένης αξιοπιστίας αφενός του κράτους έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και των διεθνών αγορών και, αφετέρου, της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος έναντι της ελληνικής κοινωνίας.
Αξιοπιστία έναντι των ξένων σημαίνει τήρηση των συμφωνημένων, οριστική απαλλαγή από τα “greek statistics”, σταθερή στρατηγική και προπαντός παραγωγή έργου αντί της ακυβερνησίας των προηγούμενων μηνών, με προτεραιότητα την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Από την άλλη πλευρά, η αξιοπιστία έναντι της κοινωνίας προϋποθέτει να μη συνεχιστεί η ρουτίνα της διάψευσης ανά λίγες εβδομάδες δεδηλωμένων δεσμεύσεων και προγνώσεων. Σημαίνει, επίσης, να επιτευχθούν επιτέλους απτά αποτελέσματα, σε συνάρτηση με την πολυθρύλητη δίκαιη κατανομή βαρών. Ωστόσο την πιο βαθιά κρυμμένη αγωνία του νέου “τσάρου” αποτελεί μάλλον η εγγενής αλυσιτέλεια του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Όλοι γνωρίζουν, ανεξάρτητα αν το παραδέχονται, ότι το Μνημόνιο “δεν βγαίνει”, αλλά συνιστά μια μεταβατική διαρρύθμιση, με ορίζοντα την ωρίμανση των διαπραγματεύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το μέλλον του ευρώ και, ευρύτερα, της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και ότι οι θυσίες των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων είναι άνισες και μάταιες, αφού τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας έχουν διαρθρωτικό χαρακτήρα. Στο ιστορικό αυτό πλαίσιο η αξιολόγηση του έργου του Ευ. Βενιζέλου συναρτάται τελικά με την οικοδόμηση ενός νέου Bretton Woods. Εν προκειμένω η ιδιότητα του πολιτικού δεν αρκεί, αφού, παραφράζοντας τον Κέινς, χρειάζονται μάντεις και μάγοι.