Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 15/5/2012
Μέχρι τις εκλογές-ορόσημο της 6ης Μαΐου η πολιτική αντιμαχία ήταν εγκλωβισμένη σε ένα σταθερό δίπολο εναλλαγής των δύο κομμάτων εξουσίας στους ρόλους της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι ιδεολογικές συγκλίσεις, οι παρεμφερείς πολιτικές-πελατειακές πρακτικές, η διαχειριστική λογική είχαν επιφέρει κατ’ ουσίαν την αδρανοποίηση της αναζήτησης νέων αιτημάτων και όρων διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού. Τα μικρότερα κόμματα έμοιαζαν, άλλωστε, βολεμένα στον ακίνδυνο λόγο διαμαρτυρίας, που δεν διεκδικεί τελικά τίποτα περισσότερο από την έκφραση μιας διαφωνίας χωρίς άλλο αντίκρισμα πέρα από την καταγραφή της, προσδοκώντας σε μία ανατροπή που παραπεμπόταν χρονικά στο απώτατο μέλλον. Ολα αυτά μεταβλήθηκαν άρδην.
Το δικομματικό μοντέλο που κυριάρχησε επί 38 χρόνια αποτελεί παρελθόν. Για τη συγκρότηση μονοκομματικής κυβέρνησης αποδεικνύεται ότι δεν αρκεί η πριμοδότηση του εκάστοτε πρώτου κόμματος με βάση τον εκλογικό νόμο. Ισως το κρίσιμο σημείο της αλλαγής να μην ήταν αυτή καθεαυτήν η ταύτιση των δύο (τέως) μεγάλων κομμάτων με τα επαχθή Μνημόνια, αλλά η στρατηγική επιλογή ενός κόμματος, που είχε οριακά εισέλθει στο Κοινοβούλιο πριν από δυόμισι χρόνια, να διατυπώσει ευθαρσώς την πολιτική βούληση σχηματισμού κυβέρνησης. Τη στιγμή που ο Αλ. Τσίπρας εκστόμιζε προεκλογικά τη σαφή πρόθεση διεμβολισμού του μνημονιακού δικομματισμού, οι πολιτικές ισορροπίες μεταβλήθηκαν.
Ασφαλώς είχε προηγηθεί μία διετία αφόρητων περιοριστικών πολιτικών, η απογείωση των ποσοστών ανεργίας άνω του 20%, η πενταετής ύφεση, η διαρκής διάψευση των υποσχέσεων των κυβερνώντων ότι τα εκάστοτε μέτρα θα είναι τα τελευταία, η αποτυχία εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που θα επέτρεπαν την έξοδο από την κρίση χωρίς τυφλές, οριζόντιες περικοπές και χαράτσια. Τα δύο κόμματα εξάντλησαν όλα τα αποθέματα αξιοπιστίας, με αποκορύφωμα μία κυβέρνηση συνεργασίας που ολοκλήρωσε την ταυτοποίησή τους ως ενιαίου συμπλέγματος εξουσίας, χωρίς πραγματικές αποκλίσεις. Καθώς η νομή της διακυβέρνησης στην εποχή των Μνημονίων δεν επιτρέπει την «εξυπηρέτηση» επιμέρους ομάδων συμφερόντων, πελατών και τζαμπατζήδων, αναπόφευκτα τα δύο κόμματα περιήλθαν σε τροχιά αποσύνθεσης. Αρκούσε, λοιπόν, η έμπνευση του ΣΥΡΙΖΑ να προβάλει μία εναλλακτική κυβερνητική προοπτική, ώστε να μετατραπεί στα μάτια του οργισμένου εκλογικού σώματος από κόμμα διαμαρτυρίας σε υπεύθυνο αναδιαπραγματευτή-εξορκιστή των Μνημονίων. Οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η δυναμική του ενισχύεται, ενώ η καταβύθιση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συνεχίζεται.
Η κοινωνία, αηδιασμένη από πρόσωπα και πρακτικές του παρελθόντος, στρέφεται προς δυνάμεις που αυτοπροβλήθηκαν ως ικανές να κυβερνήσουν τη χώρα, διατυπώνοντας ωστόσο έναν λόγο με ισχυρά στοιχεία λαϊκισμού. Οσο δεν καθίσταται εφικτό να συγκροτηθεί ένα αξιόπιστο μέτωπο υπεράσπισης της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, απαλλαγμένο από φθαρμένα υλικά, τόσο θα αυξάνονται εκείνοι που θρέφονται από τη δημαγωγία.