ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 29/03/2011

 

Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει την κατανόηση των γενεσιουργών της αιτιών. Η ελληνική κρίση δεν προέκυψε βέβαια εν μια νυκτί, ούτε αρκούν για να ξεπεραστεί τα διαδοχικά μνημόνια. Κατ’ ουσίαν αποτελεί τμήμα μιας ιστορικής πορείας, με αφετηρία ήδη τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους και τη διαμάχη μεταξύ «δυτικόστροφων» και «κοινοτιστών», που έκτοτε έλαβε ποικίλες μορφές, όπως η πιο πρόσφατη ανάμεσα σε «εκσυγχρονιστές» και «λαϊκιστές». Είναι εντυπωσιακό πόσοι παραλληλισμοί, συγκρίσεις και αναγωγές μπορούν να γίνουν ανάμεσα στη σημερινή κρίση και σε γεγονότα, παθογένειες ή διλήμματα του παρελθόντος. Οι χρεοκοπίες του 1893 και του 1932, η επίμονη αναζήτηση αντίβαρων απέναντι στις υπερεξουσίες του Βασιλιά, αργότερα του Προέδρου της Δημοκρατίας, σήμερα του πρωθυπουργού, η ένταση μεταξύ δικαστικής και πολιτικής εξουσίας, αποτελούν προβλήματα που παραπέμπουν σε διαχρονικές συζητήσεις, με εξίσου εντασιακούς όρους.
Χρησιμοποιώντας ως ερευνητική βάση τα Συντάγματα που ίσχυσαν από τη γέννηση του ελληνικού κράτους, το νέο βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου «Το Σύνταγμα και οι εχθροί του» (εκδ. Πόλις, 2011) δεν είναι απλώς μια μελέτη πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας, αλλά ένα εγχείρημα εξήγησης της πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής διαδρομής που, μέσα από εθνικούς θριάμβους και καταστροφές, πολιτικούς νεωτερισμούς και διαψεύσεις, κατέληξε στο ιδιότυπο καθεστώς υποτέλειας που βιώνει σήμερα η χώρα.
Το τελικό ερώτημα που θέτει, λοιπόν, ο Αλιβιζάτος είναι τι προκάλεσε ύστερα από 35 χρόνια «υποδειγματικής» λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος την αναβίωση κάποιων από τους «παλιούς μας δαίμονες» και οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της καταστροφής.
Ποιοι είναι όμως οι εχθροί του Συντάγματος, άρα και της δημοκρατικής νομιμότητας που αυτό κατοχυρώνει; Ο Αλιβιζάτος απαντάει απερίφραστα ότι πρόκειται για τη «μεγάλη σχολή των πολιτικών μας, που δεν διστάζουν από παλιά να παραβιάσουν το Σύνταγμα για μικροκομματικό όφελος ή να το φορτώσουν με διατάξεις αντικειμενικά ανεφάρμοστες, για να ξεγελάσουν τον κόσμο και ενδεχομένως τη συνείδησή τους».
Η φαινομενική τήρηση της συνταγματικής τάξης μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974 εμφανίζεται εξίσου επικίνδυνη, αφού στην πράξη η ελληνική Πολιτεία χαρακτηρίζεται από σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στη θεσμικά ηθελημένη και την πραγματική λειτουργία του κράτους και των πολιτικών κομμάτων. Γι’ αυτές τις αποκλίσεις ασφαλώς η πολιτική τάξη φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης.
Αν υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στις παρελθούσες περιόδους κρίσης και τη σημερινή, αυτή εντοπίζεται στη μεταβολή της κυριαρχίας των εθνικών κρατών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και στη συγκρότηση υπερεθνικών οργανισμών που οργανώνουν παράλληλες συνταγματικές τάξεις. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται συνεπώς στο αν η χώρα θα κατορθώσει να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αλλά αν θα επιτύχει να προσαρμόσει την οικονομία, το κράτος και τους θεσμούς της στα νέα δεδομένα, τηρώντας ταυτόχρονα τις συνταγματικές εγγυήσεις του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου και συμμετέχοντας επί ίσοις όροις στη διαμόρφωση των συμπολιτειακών, υπερεθνικών μορφωμάτων του σύγχρονου κόσμου.