ΟΙ «ΚΕΝΤΡΩΟΙ» ΨΗΦΟΦΟΡΟΙ

Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 4/6/2013

Οι δημοσκοπήσεις καταλήγουν συχνά σε δυσεξήγητα ευρήματα. Αυτό μπορεί να οφείλεται, βέβαια, στον τρόπο διατύπωσης των τιθέμενων ερωτημάτων, όμως δεν αποκλείεται και η εκδοχή ότι οι ερωτώμενοι τελούν σε ιδεολογικοπολιτική σύγχυση, πράγμα διόλου απίθανο μετά τα «διαδοχικά σοκ» της τελευταίας τριετίας.
Παράδειγμα δυσεξήγητου ευρήματος αποτελεί η επαναλαμβανόμενη μέτρηση ενός υψηλού ποσοστού που θα επιθυμούσε να συγκροτηθεί ένας ισχυρός κομματικός σχηματισμός στον πολιτικό χώρο μεταξύ παραδοσιακής Δεξιάς και ριζοσπαστικής-κινηματικής Αριστεράς.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, ότι ένα ποσοστό που εγγίζει το 60% των Ελλήνων τάσσεται υπέρ της ισχυροποίησης του πολιτικού αυτού χώρου, ενώ τα κόμματα που σήμερα τον εκφράζουν δεν συγκεντρώνουν ούτε 15%; Και ποιον ψηφίζουν άραγε οι υπόλοιποι νοσταλγοί ενός ισχυρού κεντρώου πόλου;
Μια πρώτη ερμηνεία είναι προφανής: Τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα στον ενδιάμεσο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ χώρο δεν είναι αρκούντως ελκυστικά, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Η πλειονότητα των πολιτών, που μέχρι τις εκλογές του 2012 ψήφιζαν σταθερά ΠΑΣΟΚ (περίπου το 1/3 των Ελλήνων), καθώς και το 10-15% που ταλαντεύονταν μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ανάλογα με τη συγκυρία, έχει καταλήξει σε άλλη κομματική επιλογή, παρότι συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται στον ενδιάμεσο χώρο.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Οσοι εκφράζουν την επιθυμία ενδυνάμωσης του ενδιάμεσου πολιτικού χώρου παραμένει αμφίβολο εάν θα τον υποστήριζαν εκλογικά στο μέλλον. Η στροφή του εκλογικού σώματος προς τα άκρα, που αναδεικνύει πλέον τη Χρυσή Αυγή σε τρίτη δύναμη, απηχεί ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και ιδεολογικές μεταλλάξεις, που δεν αναστρέφονται μόνο με τη δημιουργία ενός νέου κόμματος στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου.
Ο πολιτικός εξτρεμισμός θεμελιώνεται τόσο στην αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού που συνδέεται με την οικονομική χρεοκοπία όσο και στην έξαρση της ανεργίας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού. Η αναβίωση του πολιτικού Κέντρου συναρτάται συνεπώς όχι μόνο με την ανανέωση της πολιτικής τάξης, αλλά ιδίως με την άμβλυνση των ακραίων κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης.