Tα Νέα, 29/06/20
Το ηχητικό υλικό με τον διάλογο Παππά – Μιωνή αποτελεί τμήμα μιας ιδιωτικής συζήτησης που ηχογραφήθηκε και δημοσιοποιήθηκε χωρίς τη συναίνεση του ενός μέρους και, κατά συνέπεια, συνιστά παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο. Το περιεχόμενό του έχει ιδιαίτερη νομική και πολιτική σημασία, δεδομένου ότι αναφέρεται σε ένα πολιτικό σχέδιο και ένα παραδικαστικό κύκλωμα που δεν απεργαζόταν μόνο τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους, αλλά επίσης τη συκοφάντηση και τη δίωξη των κομματικών αντιπάλων της προηγούμενης κυβέρνησης.
Δύο είναι τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που εγείρονται. Πρώτον, αν αυτές οι ηχογραφημένες συνομιλίες είναι αξιοποιήσιμες από την ελληνική δικαιοσύνη και, δεύτερον, αν είναι επιτρεπτή η δημόσια αναπαραγωγή και μετάδοσή τους. Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι αρνητική, παρότι υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει κατ’ εξαίρεση τη χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος ή του Εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως η αδυναμία απόδειξης της αλήθειας με διαφορετικό τρόπο και η μη προσβολή της ανθρώπινης αξίας. Αυτή η νομοθετική πρόβλεψη θεσπίστηκε αρχικά από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, με άσχετη τροπολογία στο νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης και καταργήθηκε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, αλλά την επανέφερε αμέσως μετά η παρούσα κυβέρνηση.
Όμως η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού αντίκειται στο άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίστηκε με την αναθεώρηση του 2001 και προβλέπει ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων τα οποία αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Όπως προκύπτει τόσο από τη γραμματική όσο και από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης, η απαγόρευση είναι κατηγορηματική και ανεπιφύλακτη. Οριακής συνταγματικότητας θεωρείται ακόμα και η συναφής νομολογία του Αρείου Πάγου, που δέχεται ότι η απαγόρευση κάμπτεται στην εξαιρετική περίπτωση που το παράνομο αποδεικτικό μέσο αποτελεί το μοναδικό στοιχείο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορούμενου για βαρύτατα εγκλήματα.
Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι οι επίμαχες ηχογραφημένες συνομιλίες δεν είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιηθούν από τη δικαστική εξουσία. Στο σημείο αυτό τίθεται όμως ένα δεύτερο κρίσιμο ερώτημα: είναι θεμιτή η «διακίνησή» τους στη δημόσια σφαίρα; Η απάντηση είναι καταφατική. Όσα αποκαλύπτονται στη συνομιλία Παππά- Μιωνή αναδεικνύουν τη διακινδύνευση της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος και του πολιτικού συστήματος, καθώς και την παραβίαση θεμελιωδών θεσμών του κράτους δικαίου. Σε μια τέτοια περίπτωση η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στην πληροφόρηση υπερισχύουν του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα (βλ. www.syntagmawatch. gr, 27.6.2020).
Η συνταγματική απαγόρευση της δικαστικής χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων δεν σημαίνει ότι παρεμποδίζεται η δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αφορά ζητήματα μείζονος δημοσίου ενδιαφέροντος όπως η απειλή κατά του δημοκρατικού κράτους δικαίου και της δικαστικής ανεξαρτησίας. Η τελική αξιολόγησή τους μεταφέρεται λοιπόν από τον δικαστή στη δημοκρατική κοινωνία.