Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 5/6/2012
Η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου αποδείχθηκε ατελέσφορη επειδή το ΠΑΣΟΚ και, πιο επίμονα, η ΔΗΜΑΡ έθεσαν ως προϋπόθεση τη συμμετοχή ή την ψήφο ανοχής του ΣΥΡΙΖΑ, που όμως αρνήθηκε να συνεργαστεί με τα δυο (τέως) κόμματα εξουσίας ενόψει των προγραμματικών του διαφορών με αυτά, προσβλέποντας και σε ισχυροποίησή του μετά τις νέες εκλογές, άρα σε ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής του δύναμης ή της θέσης του σε ένα κυβερνητικό σχήμα.
Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι γιατί αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά γιατί ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν συνέπραξαν με τη ΝΔ, αφού φάνηκε να διαμορφώνεται ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής πολιτικής συνεννόησης. Το ερώτημα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ψήφο στις 17 Ιουνίου. Τι ισχυρίστηκαν οι ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ; Ότι η πλειοψηφία των 168 βουλευτών που άθροιζαν μαζί με τη ΝΔ δεν αρκούσαν για να στηρίξουν σταθερή κυβέρνηση, αφού δεν εξασφαλιζόταν ταυτόχρονα η αναγκαία κοινωνική συναίνεση.
Πράγματι, τα τρία αυτά κόμματα συγκέντρωσαν περίπου 38%, όμως οι εκτός Κοινοβουλίου «πιο διαλλακτικές» ως προς τα Μνημόνια δυνάμεις (Δημ. Συμμαχία, ΛΑΟΣ, Δράση, Δημιουργία Ξανά) στηρίχθηκαν από 9,5%, έτσι ώστε να είναι υποστηρίξιμο ότι στην κοινωνία δεν πλειοψηφούν εκείνες οι δυνάμεις της Αριστεράς ή της Άκρας Δεξιάς που υποστηρίζουν πιο ρηξικέλευθες θέσεις ως προς τη διαχείριση της κρίσης και την αναδιαπραγμάτευση των Μνημονίων. Επιπλέον, οι τεράστιες ιδεολογικοπολιτικές αποκλίσεις μεταξύ των σκληρών αντιμνημονιακών ή και αντιευρωπαϊκών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή κ.λπ.) είναι σαφές ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν τη θεώρησή τους ούτε ως δυνάμει συνεργαζόμενων κυβερνητικών εταίρων, ούτε ως εκπροσώπων ενός στοιχειωδώς ομοιογενούς τμήματος της κοινωνίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση, τρία κόμματα που συγκεντρώνουν άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εκλογική υπεροχή έναντι ιδεολογικοπολιτικά κατακερματισμένων κομματικών δυνάμεων, όχι μόνο καλύπτουν τις συνταγματικές προϋποθέσεις, αλλά ταυτόχρονα διαθέτουν επαρκή πολιτική νομιμοποίηση για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται λαμβάνοντας υπόψη και τις έκτακτες συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Η χώρα προφανώς δεν έχει την πολυτέλεια αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, έως ότου το εκλογικό σώμα αναγκαστεί εκβιαστικά να παράσχει αυτοδυναμία σε ένα κόμμα ή ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε ιδεολογικά και πολιτικά συγγενή κόμματα, ώστε να σχηματιστεί ομοιογενής κυβέρνηση.
Μπροστά στον κίνδυνο παρατεταμένης ακυβερνησίας, τα πολιτικά κόμματα που επιτυγχάνουν να καταλήξουν σε μια βασική προγραμματική συμφωνία, εφόσον διαθέτουν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επαρκή κοινωνική συναίνεση οφείλουν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση. Για την πρόθεσή τους να το πράξουν πρέπει πριν από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου να δεσμευθούν όσα κόμματα διεκδικούν έναν πολιτικό ρόλο πέραν της διαμαρτυρίας ή της ριζικής ανατροπής του σημερινού πολιτικού και οικονομικού συστήματος.
Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι γιατί αποφάσισε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά γιατί ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν συνέπραξαν με τη ΝΔ, αφού φάνηκε να διαμορφώνεται ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής πολιτικής συνεννόησης. Το ερώτημα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ψήφο στις 17 Ιουνίου. Τι ισχυρίστηκαν οι ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ; Ότι η πλειοψηφία των 168 βουλευτών που άθροιζαν μαζί με τη ΝΔ δεν αρκούσαν για να στηρίξουν σταθερή κυβέρνηση, αφού δεν εξασφαλιζόταν ταυτόχρονα η αναγκαία κοινωνική συναίνεση.
Πράγματι, τα τρία αυτά κόμματα συγκέντρωσαν περίπου 38%, όμως οι εκτός Κοινοβουλίου «πιο διαλλακτικές» ως προς τα Μνημόνια δυνάμεις (Δημ. Συμμαχία, ΛΑΟΣ, Δράση, Δημιουργία Ξανά) στηρίχθηκαν από 9,5%, έτσι ώστε να είναι υποστηρίξιμο ότι στην κοινωνία δεν πλειοψηφούν εκείνες οι δυνάμεις της Αριστεράς ή της Άκρας Δεξιάς που υποστηρίζουν πιο ρηξικέλευθες θέσεις ως προς τη διαχείριση της κρίσης και την αναδιαπραγμάτευση των Μνημονίων. Επιπλέον, οι τεράστιες ιδεολογικοπολιτικές αποκλίσεις μεταξύ των σκληρών αντιμνημονιακών ή και αντιευρωπαϊκών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή κ.λπ.) είναι σαφές ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν τη θεώρησή τους ούτε ως δυνάμει συνεργαζόμενων κυβερνητικών εταίρων, ούτε ως εκπροσώπων ενός στοιχειωδώς ομοιογενούς τμήματος της κοινωνίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση, τρία κόμματα που συγκεντρώνουν άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και εκλογική υπεροχή έναντι ιδεολογικοπολιτικά κατακερματισμένων κομματικών δυνάμεων, όχι μόνο καλύπτουν τις συνταγματικές προϋποθέσεις, αλλά ταυτόχρονα διαθέτουν επαρκή πολιτική νομιμοποίηση για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται λαμβάνοντας υπόψη και τις έκτακτες συνθήκες στις οποίες βρίσκεται η ελληνική οικονομία. Η χώρα προφανώς δεν έχει την πολυτέλεια αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, έως ότου το εκλογικό σώμα αναγκαστεί εκβιαστικά να παράσχει αυτοδυναμία σε ένα κόμμα ή ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε ιδεολογικά και πολιτικά συγγενή κόμματα, ώστε να σχηματιστεί ομοιογενής κυβέρνηση.
Μπροστά στον κίνδυνο παρατεταμένης ακυβερνησίας, τα πολιτικά κόμματα που επιτυγχάνουν να καταλήξουν σε μια βασική προγραμματική συμφωνία, εφόσον διαθέτουν την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επαρκή κοινωνική συναίνεση οφείλουν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση. Για την πρόθεσή τους να το πράξουν πρέπει πριν από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου να δεσμευθούν όσα κόμματα διεκδικούν έναν πολιτικό ρόλο πέραν της διαμαρτυρίας ή της ριζικής ανατροπής του σημερινού πολιτικού και οικονομικού συστήματος.