Πρώτο Θέμα, 19/05/19
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας. Πρόκειται για τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τις οποίες το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει ακόμη συμμορφωθεί. Πρόκειται επίσης για κρίσιμες δικαστικές αποφάσεις που αναμένονται τις επόμενες εβδομάδες, με αντικείμενο τη συνταγματικότητα των μέτρων που αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων και το ύψος των εισφορών επιμέρους επαγγελματικών ομάδων, με σημαντικότερη την απόφαση για τη συνταγματικότητα του Νόμου Κατρούγκαλου.
Οι υπολογισμοί για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των αποφάσεων αυτών καταλήγουν σε ποσά πολλών δισεκατομμυρίων, συμπεριλαμβανομένων των αναδρομικών που θα κληθεί να καταβάλει το Δημόσιο. Είναι προφανές ότι η εφάπαξ καταβολή τους είναι αυτή τη στιγμή αδύνατη ενόψει της δημοσιονομικής κατάστασης. Ήδη οι αρμόδιες υπηρεσίες επεξεργάζονται σενάρια για τμηματική καταβολή των επιδικασθέντων ποσών σε βάθος αρκετών ετών. Το μείζον ερώτημα είναι ωστόσο αν τελικά οι δικαστές έχουν την αρμοδιότητα να ανατρέπουν με τις αποφάσεις τους τον κρατικό προϋπολογισμό και να κρίνουν πώς θα κατανεμηθούν οι δημόσιοι πόροι, ακυρώνοντας τις επιλογές του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη.
Ο σχετικός διάλογος δεν είναι νέος. Εντείνεται διαρκώς από την εποχή του πρώτου μνημονίου. Υπό μία έννοια, πρόκειται για τη σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομική πραγματικότητα και τους συνταγματικούς θεσμούς. Η περίφημη αντιμνημονιακή προσέγγιση υποστήριξε ότι τα περιουσιακά και κοινωνικά δικαιώματα αποτελούσαν φραγμό στις διαδοχικές περικοπές που επέβαλαν τα δύο πρώτα μνημόνια. Όταν ήρθε το τρίτο μνημόνιο οι φωνές αυτές σιώπησαν. Στον αντίποδα υποστηρίχθηκε ότι η δικαστική εξουσία δεν είναι αρμόδια να καθορίζει το μισθολόγιο του Δημοσίου και εν γένει τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας. Με τα λόγια του αείμνηστου καθηγητή και δημόσιου διανοούμενο Σταύρου Τσακυράκη, ο δικαστής «έχει υφαρπάξει αυτή την αρμοδιότητα και το έχει κάνει με τρόπο αυθαίρετο και προκλητικό».
Ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη είναι ορθή. Πράγματι, το Σύνταγμα δεν είναι «λεφτόδεντρο», όπως δεικτικά παρατηρούν όσοι θέλουν να αφαιρέσουν από τον δικαστή την αρμοδιότητα να κρίνει τη συνταγματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων, με σοβαρές επιπτώσεις για τον κρατικό προϋπολογισμό και για τη θέση της χώρας έναντι των δανειστών της. Ο νομοθέτης έχει πληρέστερη εικόνα του συνόλου των δημοσιονομικών ισορροπιών και των διεθνών διαπραγματεύσεων όταν θεσπίζει περιοριστικά μέτρα, ενώ ο δικαστής αναπόφευκτα εξετάζει κατά τρόπο αποσπασματικό μία συγκεκριμένη υπόθεση. Από την άλλη πλευρά όμως, η διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα θα αποδυναμωνόταν αν αφαιρεθεί η σχετική αρμοδιότητα από τον δικαστή.
Ο δικαστής δεν έχει πλήρη γνώση των δημοσιονομικών επιπτώσεων των αποφάσεών του. Επίσης, παραμένει εριζόμενο αν και με ποιον τρόπο οφείλει ο νομοθέτης να αιτιολογεί τους νόμους με τους οποίους θεσπίζει περιοριστικά μέτρα. Άρα ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που υλοποιούν τη δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι οριακός. Στα δικαστήρια δεν ανήκει ο τελευταίος λόγος ως προς βασικούς δημοσιονομικούς στόχους, όμως δεν θα ήταν συνταγματικά ανεκτό να τους αφαιρεθεί η αρμοδιότητα να προστατεύουν συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Αυτοπεριορισμός του δικαστή δεν σημαίνει ματαίωση του δικαστικού ελέγχου. Η επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας αποτελεί μεγάλο στοίχημα τόσο για τον δικαστή όσο και για τον νομοθέτη.