Πρώτο Θέμα, 02/12/18
Η έκπτωση του πολιτικού λόγου υπήρξε παρακολούθημα της οικονομικής κρίσης. Τα τελευταία οκτώ χρόνια επιβεβαιώθηκε ότι τα πάντα μπορούν πλέον να λεχθούν χωρίς κανέναν φραγμό. Το ύφος είναι λόγος.
Μια κοινωνία σε συνθήκες σύγχυσης, οργής και απογοήτευσης θα μπορούσε να έχει αναμετρηθεί με τον εαυτό της αυτοκριτικά και να αναζητήσει τα αίτια για όσα συνέβησαν – για την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, την πρωτοφανή ανεργία, την υπερχρέωση, τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων, τη δημογραφική συρρίκνωση, τη σταδιακή διάλυση θεμελιωδών κρατικών λειτουργιών.
Αντί, όμως, για αυτοκριτική και ανασύνταξη, από τη σαστισμένη ελληνική κοινωνία αναδύθηκαν οι χειρότερες όψεις της. Αναρθρες κραυγές, τυφλή επιθετικότητα, διχαστική ρητορεία, ευπείθεια σε απατηλές υποσχέσεις, ευτελισμός του πολιτικού λόγου. Ποτέ το Κοινοβούλιο δεν υπήρξε τόσο υποβαθμισμένο όσο μετά το 2012, όχι επειδή τα πρόσωπα που εκλέχθηκαν βουλευτές ήταν κατ’ ανάγκη χειρότερα από τα προηγούμενα, αλλά επειδή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επέτρεπε να λεχθεί οτιδήποτε, να χαθεί κάθε μέτρο στο πολιτικό θέαμα και την κοινοβουλευτική συμπεριφορά.
Αναμενόμενο είναι να τεθεί εδώ το ερώτημα αν ο πολιτικός λόγος και η κοινοβουλευτική συμπεριφορά συνιστούν τόσο κρίσιμο πρόβλημα μπροστά στα δεινά της χώρας. Η απάντηση είναι ότι η έκπτωση του πολιτικού λόγου, η απαξίωση στοιχειωδών κανόνων θεσμικής συμπεριφοράς και η αίσθηση ότι δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να βεβηλωθεί αποτελούν το πρόπλασμα για την υπονόμευση της αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών και την αποσύνθεση των δημοκρατικών δομών εξουσίας.
Η διάδοση ενός συγκεκριμένου πολιτικού ύφους με χαρακτηριστικά προπέτειας και βιαιότητας χωρίς καμία αρνητική επίπτωση για εκείνους που το καλλιεργούν δεν αποτελεί αισθητικής τάξεως ζήτημα, αλλά καθοριστικό παράγοντα για την ποιότητα της δημοκρατίας. Οσοι δεν το αντιλαμβάνονται αποτελούν εν δυνάμει οπαδούς αυταρχικών μεθόδων οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης. Η πολιτική ευπρέπεια και η τήρηση συγκεκριμένων κανόνων θεσμικής συμπεριφοράς είναι τμήμα μιας δημοκρατικής κουλτούρας που δοκιμάζεται καθημερινά. Ακριβώς επειδή δεν προβλέπονται ρητά τακριτήρια και οι κυρώσεις για την παραβίαση των κανόνων πολιτικής ευπρέπειας, ο σεβασμός τους επαφίεται τελικά στους ίδιους τους μετέχοντες στην πολιτική ζωή, αλλά και στην κρίση των πολιτών την ώρα των εκλογών.
Αυτές οι δοκιμασίες σε επίπεδο πολιτικού ύφους συναρτώνται με τον σταδιακό μετασχηματισμό της δημόσιας σφαίρας. Τα πολιτικά μηνύματα δεν εμπεριέχουν πλέον κοινωνικά αιτήματα, αλλά συνιστούν ένα θέαμα πολιτικής επικοινωνίας χωρίς βάθος, όπου ο πολίτης καταναλώνει ατεκμηρίωτα και στερούμενα συνεκτικότητας πολιτικά προγράμματα, τα οποία ούτε ο ίδιος ούτε οι συντάκτες τους παίρνουν κατά βάθος στα σοβαρά. Αυτό που μπορεί να προσελκύσει περισσότερο την προσοχή του τηλεθεατή, του ακροατή ή του αναγνώστη είναι οι εξάρσεις φραστικής βίας. Σε αυτό το μοντέλο τής «σώμα με σώμα» αντιπαράθεσης προσαρμόζονται ακόμη και πρόσωπα με διαφορετικό προφίλ, θεωρώντας ότι διευκολύνει την πολιτική τους αναπαραγωγή.
Ο κατακερματισμός της δημόσιας σφαίρας επιταχύνθηκε από τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επέτρεψαν στον καθένα, ηθελημένα ή αθέλητα, να γίνει αδιαμεσολάβητα όχι μόνο εκφραστής όψεων της μετα-αλήθειας, αλλά και προαγωγός αυτού του ευτελούς πολιτικού ύφους και ήθους. Τα πλήγματα που έχει δεχθεί το ήθος της δημοκρατίας από αυτές τις πρακτικές συμπληρώνουν τον κύκλο υποβάθμισης του πολιτικού συστήματος, όπου η αντισυστημικότητα και ο λαϊκισμός ενισχύονται επικίνδυνα. Οσο πλησιάζουμε στις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019, τα φαινόμενα εκτροχιασμού του δημόσιου λόγου διευρύνονται.