Η Καθημερινή, 10/11/19
Το πρόβλημα των μετεγγραφών απασχολεί την ακαδημαϊκή κοινότητα και την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης το κατέστησαν ακόμη πιο ακανθώδες. Είναι εύλογο οι φοιτητές που ανήκουν σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες ή σε οικογένειες χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων να διεκδικούν την μετεγγραφή τους σε πανεπιστήμια που βρίσκονται στον τόπο όπου είναι εγκατεστημένη η οικογένειά τους ή σπουδάζει συγγενικό τους πρόσωπο. Από την άλλη πλευρά όμως, οι αθρόες μετεγγραφές προκαλούν σειρά προβλημάτων στα πανεπιστημιακά Τμήματα.
Κατ’ αρχάς τίθεται το ζήτημα της υπερφόρτωσης αρκετών προβεβλημένων πανεπιστημιακών Σχολών με υπεράριθμους φοιτητές, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται το επίπεδο σπουδών σε σχέση τόσο με τις υποδομές όσο και με την αναλογία μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών. Επιπλέον τίθεται σοβαρό ζήτημα ανομοιογένειας των φοιτητών που σπουδάζουν στα Τμήματα αυτά, όταν η βάση εισαγωγής των εξ’ αρχής φοιτούντων είναι πολύ υψηλότερη από αυτή των μετεγγραφόμενων.
Από άποψη συνταγματικού δικαίου πρόκειται για κλασική περίπτωση στάθμισης δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων που επιτρέπουν ή επιβάλουν ευνοϊκές ρυθμίσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων. Ωστόσο η διασφάλιση της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και του υψηλού επιπέδου της ανώτατης εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τον σεβασμό των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, θέτουν φραγμούς στη ρύθμιση του ζητήματος με υπέρμετρη «γενναιοδωρία». Τη δύσκολη αυτή στάθμιση καλείται να συγκεκριμενοποιήσει σήμερα το Υπουργείο Παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη επίσης το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε μετά τη μετατροπή των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια.